σχίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σχίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σχίζω < πρωτοελληνική *skʰídyō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ski-d- / *skeyd- (χωρίζω, διαιρώ) < *skey (χωρίζω, ανατέμνω)
Ρήμα
[επεξεργασία]σχίζω, αόρ.: έσχισα, παθ.φωνή: σχίζομαι, π.αόρ.: σχίσθηκα, μτχ.π.π.: σχισμένος → δείτε και τη λέξη σκίζω
- κόβω σε δύο κομμάτια με μια απότομη κίνηση ένα αντικείμενο με μικρό πάχος, (πχ. χαρτί ή ύφασμα)
- κόβω εγκάρσια σε δύο κομμάτια ένα ξύλο χτυπώντας το με τσεκούρι
- προκαλώ τη λύση της συνέχειας μιας επιφάνειας (π.χ υφάσματος ή δέρματος), δημιουργώ ένα άνοιγμα ή τραυματίζω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Σημειώσεις
[επεξεργασία]- Τα σχίζω και σκίζω δεν ταυτίζονται σε όλες τις σημασίες τους
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αποξεσκίζω
- αποσχίζω / αποσκίζω
- αποσχίζομαι
- απόσχιση
- αποσχισμένος
- αποσχιστής
- αποσχιστικά
- αποσχιστικός
- διασχίζω
- διάσχιση
- καταξεσχίζω / καταξεσκίζω
- καταξεσχισμένος / καταξεσκισμένος
- κατασχίζω / κατασκίζω
- κατασχισμένος / κατασκισμένος
- ξεσχίζω
- ξέσχισμα / ξέσκισμα
- ξεσχισμένος
- σχίζα
- σχιζοειδής
- σχιζοφρένεια
- σχιζοφρενής
- σχιζοφρενικά
- σχιζοφρενικός
- σχίσμα
- σχισμάδα / σκισμάδα
- σχισματιά
- σχισματικός
- σχισμένος / σκισμένος
- σχισμή / σκισμή
- σχιστά
- σχιστία
- σχιστολιθικός
- σχιστόλιθος
- σχιστός
- σχιστικότητα
- σχιστοσωμίαση
- σχιστόσωμο
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σχίζω | έσχιζα | θα σχίζω | να σχίζω | σχίζοντας | |
β' ενικ. | σχίζεις | έσχιζες | θα σχίζεις | να σχίζεις | σχίζε | |
γ' ενικ. | σχίζει | έσχιζε | θα σχίζει | να σχίζει | ||
α' πληθ. | σχίζουμε | σχίζαμε | θα σχίζουμε | να σχίζουμε | ||
β' πληθ. | σχίζετε | σχίζατε | θα σχίζετε | να σχίζετε | σχίζετε | |
γ' πληθ. | σχίζουν(ε) | έσχιζαν σχίζαν(ε) |
θα σχίζουν(ε) | να σχίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έσχισα | θα σχίσω | να σχίσω | σχίσει | ||
β' ενικ. | έσχισες | θα σχίσεις | να σχίσεις | σχίσε | ||
γ' ενικ. | έσχισε | θα σχίσει | να σχίσει | |||
α' πληθ. | σχίσαμε | θα σχίσουμε | να σχίσουμε | |||
β' πληθ. | σχίσατε | θα σχίσετε | να σχίσετε | σχίστε | ||
γ' πληθ. | έσχισαν σχίσαν(ε) |
θα σχίσουν(ε) | να σχίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σχίσει | είχα σχίσει | θα έχω σχίσει | να έχω σχίσει | ||
β' ενικ. | έχεις σχίσει | είχες σχίσει | θα έχεις σχίσει | να έχεις σχίσει | ||
γ' ενικ. | έχει σχίσει | είχε σχίσει | θα έχει σχίσει | να έχει σχίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σχίσει | είχαμε σχίσει | θα έχουμε σχίσει | να έχουμε σχίσει | ||
β' πληθ. | έχετε σχίσει | είχατε σχίσει | θα έχετε σχίσει | να έχετε σχίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σχίσει | είχαν σχίσει | θα έχουν σχίσει | να έχουν σχίσει |
|
Παθητική φωνή → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σχίζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σχίζω < πρωτοελληνική *skʰídyō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ski-d- / *skeyd- (χωρίζω, διαιρώ) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *skey (χωρίζω, ανατέμνω)
Πηγές
[επεξεργασία]- σχίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σχίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοελληνική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοελληνική (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)