στοιβάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στοιβάζω < ελληνιστική κοινή στοιβάζω[1] [2] [3] < αρχαία ελληνική στείβω
Ρήμα
[επεξεργασία]στοιβάζω (παθητική φωνή: στοιβάζομαι)
- βάζω όμοια πράγματα το ένα πάνω από το άλλο, σε στοίβα
- συγκεντρώνω πολλά πράγματα ή ανθρώπους σε περιορισμένο χώρο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη στοίβα
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στοιβάζω | στοίβαζα | θα στοιβάζω | να στοιβάζω | στοιβάζοντας | |
β' ενικ. | στοιβάζεις | στοίβαζες | θα στοιβάζεις | να στοιβάζεις | στοίβαζε | |
γ' ενικ. | στοιβάζει | στοίβαζε | θα στοιβάζει | να στοιβάζει | ||
α' πληθ. | στοιβάζουμε | στοιβάζαμε | θα στοιβάζουμε | να στοιβάζουμε | ||
β' πληθ. | στοιβάζετε | στοιβάζατε | θα στοιβάζετε | να στοιβάζετε | στοιβάζετε | |
γ' πληθ. | στοιβάζουν(ε) | στοίβαζαν στοιβάζαν(ε) |
θα στοιβάζουν(ε) | να στοιβάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στοίβαξα | θα στοιβάξω | να στοιβάξω | στοιβάξει | ||
β' ενικ. | στοίβαξες | θα στοιβάξεις | να στοιβάξεις | στοίβαξε | ||
γ' ενικ. | στοίβαξε | θα στοιβάξει | να στοιβάξει | |||
α' πληθ. | στοιβάξαμε | θα στοιβάξουμε | να στοιβάξουμε | |||
β' πληθ. | στοιβάξατε | θα στοιβάξετε | να στοιβάξετε | στοιβάξτε | ||
γ' πληθ. | στοίβαξαν στοιβάξαν(ε) |
θα στοιβάξουν(ε) | να στοιβάξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω στοιβάξει | είχα στοιβάξει | θα έχω στοιβάξει | να έχω στοιβάξει | ||
β' ενικ. | έχεις στοιβάξει | είχες στοιβάξει | θα έχεις στοιβάξει | να έχεις στοιβάξει | έχε στοιβαγμένο | |
γ' ενικ. | έχει στοιβάξει | είχε στοιβάξει | θα έχει στοιβάξει | να έχει στοιβάξει | ||
α' πληθ. | έχουμε στοιβάξει | είχαμε στοιβάξει | θα έχουμε στοιβάξει | να έχουμε στοιβάξει | ||
β' πληθ. | έχετε στοιβάξει | είχατε στοιβάξει | θα έχετε στοιβάξει | να έχετε στοιβάξει | έχετε στοιβαγμένο | |
γ' πληθ. | έχουν στοιβάξει | είχαν στοιβάξει | θα έχουν στοιβάξει | να έχουν στοιβάξει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) στοιβαγμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) στοιβαγμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) στοιβαγμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) στοιβαγμένο |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- ↑ στοιβάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ στοιβάζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ στοιβάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.