πυκνωτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πυκνωτής | οι | πυκνωτές |
γενική | του | πυκνωτή | των | πυκνωτών |
αιτιατική | τον | πυκνωτή | τους | πυκνωτές |
κλητική | πυκνωτή | πυκνωτές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πυκνωτής < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική condensateur < condenser (συμπυκνώνω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πυκνωτής αρσενικό
- (ηλεκτρολογία) γραμμικό, παθητικό ηλεκτρικό στοιχείο που αποθηκεύει ενέργεια σε ένα ηλεκτρικό πεδίο
- σύμβολο: C
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- πυκνωτής στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πυκνωτής
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ηλεκτρολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)