πρόκειται

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πρόκειται < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρόκειται, γ' ενικό πρόσωπο του ρήματος πρόκειμαι (είμαι μπροστά από κάτι)[1][2] < πρό- + κεῖμαι

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpɾo.ci.te/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρό‐κει‐ται

πρόκειται, πρτ.: επρόκειτο (τριτοπρόσωπο απρόσωπο ελλειπτικό ρήμα)

  1. (+ να) κατά πάσα πιθανότητα θα γίνει
    ⮡  Πήγα να ψωνίσω μερικά πράγματα γιατί πρόκειται να πάμε διακοπές την επόμενη βδομάδα.
  2. αφορά
    ⮡  Αποδείχτηκε ότι δεν επρόκειτο για ανθρώπινο λάθος αλλά ήταν εσκεμμένο.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη κείμαι

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. πρόκειται - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. πρόκειταιΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

πρόκειται