Μετάβαση στο περιεχόμενο

πίκρα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πίκρα οι πίκρες
      γενική της πίκρας
    αιτιατική την πίκρα τις πίκρες
     κλητική πίκρα πίκρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πίκρα < μεσαιωνική ελληνική πίκρα < πικραίνω (αναδρομικός σχηματισμός) < αρχαία ελληνική πικραίνω < πικρός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πίκρα θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) η αίσθηση του πικρού, η πικρή γεύση
  2. (μεταφορικά) η βαθιά στενοχώρια από κάποιον ή κάτι που μας πίκρανε
    άλλες μορφές: πικρία
      ἀλλ᾿ ἂν ἡ πίκρα, // ὅτι τὸν ἥλιον ἄφηκα, // τώρα σὲ κυριεύῃ, // παρηγορήσου (Α. Κάλβος, Εις θάνατον, ΙΔ)
      Η πίκρα σήμερα // δεν έχει σύνορα // κι εσύ δεν έπρεπε να μ' αρνηθείς. (Ν. Γκάτσος)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πίκρα θηλυκό