νόμιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | νόμιμος | η | νόμιμη | το | νόμιμο |
γενική | του | νόμιμου | της | νόμιμης | του | νόμιμου |
αιτιατική | τον | νόμιμο | τη | νόμιμη | το | νόμιμο |
κλητική | νόμιμε | νόμιμη | νόμιμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | νόμιμοι | οι | νόμιμες | τα | νόμιμα |
γενική | των | νόμιμων | των | νόμιμων | των | νόμιμων |
αιτιατική | τους | νόμιμους | τις | νόμιμες | τα | νόμιμα |
κλητική | νόμιμοι | νόμιμες | νόμιμα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]νόμιμος < νόμος
Επίθετο
[επεξεργασία]νόμιμος -η -ο
- που είναι σύμφωνος με το νόμο