μου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μού, μοῦ

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
μου < λείπει η ετυμολογία

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

[επεξεργασία]

μου

  1. γενική της προσωπικής αντωνυμίας α' προσώπου (εγώ)
    ⮡  Το παιδί μού είπε την αλήθεια. (είπε σε μένα)
    Για τον τόνο στο μού δείτε Παράρτημα:Γραμματική (νέα_ελληνικά)#μονοσύλλαβα με τόνο.
    παλιότερη γραφή: μοῦ
  2. κτητική αντωνυμία α' προσώπου
    ⮡  Το παιδί μου έχει γενέθλια. (το δικό μου παιδί)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
Προσωπικές αντωνυμίες
Α' πρόσωπο Β' πρόσωπο Γ' πρόσωπο
ενικός
Πτώση αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική εγώ εσύ αυτός & τος αυτή & τη αυτό & το
γενική εμένα & (εμού) & μου εσένα & σου αυτού & του αυτής & της αυτού & του
αιτιατική εμένα & με εσένα & σε αυτόν & τον αυτή(ν) & τη(ν) αυτό & το
κλητική - εσύ - - -
πληθυντικός
ονομαστική εμείς εσείς αυτοί & τοι αυτές & τες αυτά & τα
γενική εμάς & μας εσάς & σας αυτών & τους αυτών & τους αυτών & τους
αιτιατική εμάς & μας εσάς & σας αυτούς & τους αυτές & τες/τις αυτά & τα
κλητική - εσείς - - -

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
μου < (ηχομιμητική λέξη)

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

μου άκλιτο συνήθως με παρατεταμένο το ου

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 3

[επεξεργασία]
μου < μι με τον φθόγγο [u]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μου άκλιτο



Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

[επεξεργασία]

μου

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]
η προσωπική αντωνυμία
  α' πρόσωπο β' πρόσωπο γ' πρόσωπο
πτώσεις ενικός
ονομαστική ἐγώ σύ
γενική ἐμοῦ, μου σοῦ, σου (οὗ)
δοτική ἐμοί, μοι σοί, σοι οἷ, οἱ
αιτιατική ἐμέ, με σέ, σει ()
κλητική (οὗτος) (αὕτη)
πτώσεις πληθυντικός
ονομαστική ἡμεῖς ὑμεῖς (σφεῖς)
γενική ἡμῶν ὑμῶν (σφῶν)
δοτική ἡμῖν ὑμῖν (σφίσι(ν))
αιτιατική ἡμᾶς ὑμᾶς (σφᾶς)
κλητική
πτώσεις δυϊκός
α' πρόσωπο β' πρόσωπο γ' πρόσωπο
ονομαστ.αιτιατ. νώ, νῶϊ σφώ, σφῶϊ
γενική-δοτική νῷν σφῷν
Παράρτημα:Γραμματική: Αντωνυμίες