μαρτυρώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μαρτυρώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μαρτυρῶ, συνηρημένος τύπος του μαρτυρέω
- η σημασία για τον χριστιανισμό < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /maɾ.tiˈɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μαρ‐τυ‐ρώ
Ρήμα 1
[επεξεργασία]μαρτυρώ, πρτ.: μαρτυρούσα, αόρ.: μαρτύρησα, παθ.φωνή: μαρτυρούμαι, π.αόρ.: μαρτυρήθηκα, μτχ.π.π.: μαρτυρημένος → δείτε και τη λέξη μαρτυράω
- (λόγιο) καταθέτω τη μαρτυρία μου σε δικαστήριο, καταθέτω για γεγονότα που γνωρίζω (σε δίκη ή επίλυση διαφορών)
- (λόγιο) δηλώνω με την παρουσία μου κάτι που δεν υπάρχει πια ή είναι κρυμμένο, φανερώνω, δείχνω
- ※ στο θέατρο τελούνταν θρησκευτικού χαρακτήρα τελετουργίες, όπως μαρτυρεί ο βωμός στο προσκήνιο αλλά και ο χαλκάς στο δάπεδο (εφημερίδα Ελευθεροτυπίθα, 6 Οκτωβρίου 2011)
- (λόγιο, φιλολογία, συνήθως στους τύπους μαρτυρείται, μαρτυρούνται) τεκμηριώνομαι σε πηγές, ενδείξεις, μαρτυρίες
- Ο τύπος *ὁμογάλαξ είναι αμάρτυρος, μαρτυρείται μόνον ο πληθυντικός ὁμογάλακτες.
- (λόγιο, χριστιανισμός, μόνο στην ενεργητική φωνή) έχω μαρτυρικό θάνατο, χάνω τη ζωή μου ως μάρτυρας της χριστιανικής πίστης
- κοινή νεοελληνική: → δείτε τη λέξη μαρτυράω
- → δείτε τη λέξη μαρτυράω για τις σημασίες προδίδω, βασανίζω
Σύνθετα
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μαρτυρώ | μαρτυρούσα | θα μαρτυρώ | να μαρτυρώ | μαρτυρώντας | |
β' ενικ. | μαρτυρείς | μαρτυρούσες | θα μαρτυρείς | να μαρτυρείς | ||
γ' ενικ. | μαρτυρεί | μαρτυρούσε | θα μαρτυρεί | να μαρτυρεί | ||
α' πληθ. | μαρτυρούμε | μαρτυρούσαμε | θα μαρτυρούμε | να μαρτυρούμε | ||
β' πληθ. | μαρτυρείτε | μαρτυρούσατε | θα μαρτυρείτε | να μαρτυρείτε | μαρτυρείτε | |
γ' πληθ. | μαρτυρούν(ε) | μαρτυρούσαν(ε) | θα μαρτυρούν(ε) | να μαρτυρούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μαρτύρησα | θα μαρτυρήσω | να μαρτυρήσω | μαρτυρήσει | ||
β' ενικ. | μαρτύρησες | θα μαρτυρήσεις | να μαρτυρήσεις | μαρτύρησε | ||
γ' ενικ. | μαρτύρησε | θα μαρτυρήσει | να μαρτυρήσει | |||
α' πληθ. | μαρτυρήσαμε | θα μαρτυρήσουμε | να μαρτυρήσουμε | |||
β' πληθ. | μαρτυρήσατε | θα μαρτυρήσετε | να μαρτυρήσετε | μαρτυρήστε | ||
γ' πληθ. | μαρτύρησαν μαρτυρήσαν(ε) |
θα μαρτυρήσουν(ε) | να μαρτυρήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μαρτυρήσει | είχα μαρτυρήσει | θα έχω μαρτυρήσει | να έχω μαρτυρήσει | ||
β' ενικ. | έχεις μαρτυρήσει | είχες μαρτυρήσει | θα έχεις μαρτυρήσει | να έχεις μαρτυρήσει | ||
γ' ενικ. | έχει μαρτυρήσει | είχε μαρτυρήσει | θα έχει μαρτυρήσει | να έχει μαρτυρήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μαρτυρήσει | είχαμε μαρτυρήσει | θα έχουμε μαρτυρήσει | να έχουμε μαρτυρήσει | ||
β' πληθ. | έχετε μαρτυρήσει | είχατε μαρτυρήσει | θα έχετε μαρτυρήσει | να έχετε μαρτυρήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μαρτυρήσει | είχαν μαρτυρήσει | θα έχουν μαρτυρήσει | να έχουν μαρτυρήσει |
|
Παθητική φωνή: σπάνιος παρατατικός, συνήθως στο 3ο πρόσωπο ενεστώτα: μαρτυρείται, μαρτυρούνται
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μαρτυρούμαι | μαρτυρούμουν | θα μαρτυρούμαι | να μαρτυρούμαι | ||
β' ενικ. | μαρτυρείσαι | μαρτυρούσουν | θα μαρτυρείσαι | να μαρτυρείσαι | ||
γ' ενικ. | μαρτυρείται | μαρτυρούνταν | θα μαρτυρείται | να μαρτυρείται | ||
α' πληθ. | μαρτυρούμαστε | μαρτυρούμασταν μαρτυρούμαστε |
θα μαρτυρούμαστε | να μαρτυρούμαστε | ||
β' πληθ. | μαρτυρείστε | μαρτυρούσασταν μαρτυρούσαστε |
θα μαρτυρείστε | να μαρτυρείστε | μαρτυρείστε | |
γ' πληθ. | μαρτυρούνται | μαρτυρούνταν | θα μαρτυρούνται | να μαρτυρούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μαρτυρήθηκα | θα μαρτυρηθώ | να μαρτυρηθώ | μαρτυρηθεί | ||
β' ενικ. | μαρτυρήθηκες | θα μαρτυρηθείς | να μαρτυρηθείς | μαρτυρήσου | ||
γ' ενικ. | μαρτυρήθηκε | θα μαρτυρηθεί | να μαρτυρηθεί | |||
α' πληθ. | μαρτυρηθήκαμε | θα μαρτυρηθούμε | να μαρτυρηθούμε | |||
β' πληθ. | μαρτυρηθήκατε | θα μαρτυρηθείτε | να μαρτυρηθείτε | μαρτυρηθείτε | ||
γ' πληθ. | μαρτυρήθηκαν μαρτυρηθήκαν(ε) |
θα μαρτυρηθούν(ε) | να μαρτυρηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω μαρτυρηθεί | είχα μαρτυρηθεί | θα έχω μαρτυρηθεί | να έχω μαρτυρηθεί | μαρτυρημένος | |
β' ενικ. | έχεις μαρτυρηθεί | είχες μαρτυρηθεί | θα έχεις μαρτυρηθεί | να έχεις μαρτυρηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει μαρτυρηθεί | είχε μαρτυρηθεί | θα έχει μαρτυρηθεί | να έχει μαρτυρηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε μαρτυρηθεί | είχαμε μαρτυρηθεί | θα έχουμε μαρτυρηθεί | να έχουμε μαρτυρηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε μαρτυρηθεί | είχατε μαρτυρηθεί | θα έχετε μαρτυρηθεί | να έχετε μαρτυρηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν μαρτυρηθεί | είχαν μαρτυρηθεί | θα έχουν μαρτυρηθεί | να έχουν μαρτυρηθεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Ρήμα 2
[επεξεργασία]μαρτυρώ
Πηγές
[επεξεργασία]- μαρτυρώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Φιλολογία (νέα ελληνικά)
- Χριστιανισμός (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «θεωρώ»
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «θεωρούμαι»
- Όροι με παρωχημένη γραφή (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)