λοξίας
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λοξίας | οι | λοξίες |
γενική | του | λοξία | των | λοξιών |
αιτιατική | τον | λοξία | τους | λοξίες |
κλητική | λοξία | λοξίες | ||
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λοξίας αρσενικό
- προσωνυμία του θεού Απόλλωνα εξαιτίς των "λοξών" χρησμών του
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λοξίας
|