κωνίο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κωνίο | τα | κωνία |
γενική | του | κωνίου | των | κωνίων |
αιτιατική | το | κωνίο | τα | κωνία |
κλητική | κωνίο | κωνία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κωνίο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κωνίον < αρχαία ελληνική κῶνος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cone)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κωνίο ουδέτερο
- (ανατομία, οφθαλμολογία) είδος κυττάρου στον αμφιβληστροειδή χιτώνα ενός ματιού, που δίνει στον οργανισμό την ικανότητα να διακρίνει τα χρώματα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)