κοιτάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κοιτάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κοιτάζω < αρχαία ελληνική κοιτάζω[1] < κοίτη

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ciˈta.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοι‐τά‐ζω

κοιτάζω, παθ. φωνή: κοιτάζομαι, παθ. μτχ.: κοιταγμένος

  1. βλέπω κάτι, συγκεντρώνω το βλέμμα μου σε κάτι, παρατηρώ
  2. στρέφω το ενδιαφέρον και την προσοχή μου σε κάτι συγκεκριμένο, εξετάζω, ασχολούμαι με κάτι
    κοίτα τα δικά σου λάθη και άσε την κριτική στους άλλους
    • εξετάζω ένα θέμα υγείας ως ασθενής ή ως γιατρός έναν άρρωστο
      πήγαινε να κοιτάξεις την πίεσή σου
      πήγαινε να σε κοιτάξει κάνας γιατρός
    • φροντίζω έναν ηλικιωμένο
      Δεν έχει παιδιά. Ποιος θα τον κοιτάξει στα γεράματα;

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]