καύλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καύλα | οι | καύλες |
γενική | της | καύλας | — | |
αιτιατική | την | καύλα | τις | καύλες |
κλητική | καύλα | καύλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- καύλα < καυλώνω
Προφορά
ή και
Ουσιαστικό
- το κορυφαίο σημείο της σεξουαλικής ευχαρίστησης
- η έντονη στύση, η σεξουαλική διέγερση
- η προκλητική γυναικεία (ή ανδρική) παρουσία ή γενικότερα οτιδήποτε προκαλεί έντονη (σεξουαλική) διάθεση.
- Η γραμματέας μου είναι σκέτη καύλα, φοράει κάτι μίνι φούστες, έχει και μεγάλο στήθος.
- Είδες το απίστευτο τέρμα που σημείωσε ο Φρατζέσκος στον αγώνα με τον Ολυμπιακό; Ήταν καύλα!
Συγγενικά
- καυλί
- καυλώνω
- καυλιάρης
- καύλωμα
- τρίκαυλος ορισμός: (μεταφορικά) Χαρακτηρισμός για άνδρα ο οποίος βρίσκεται σε υπεραυξημένη σεξουαλική διέγερση.