ζωμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ζωμός | οι | ζωμοί |
γενική | του | ζωμού | των | ζωμών |
αιτιατική | τον | ζωμό | τους | ζωμούς |
κλητική | ζωμέ | ζωμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζωμός < αβέβαιης ετυμολογίας
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζωμός αρσενικό
- το θρεπτικό εκχύλισμα που παρασκευάζεται με το βράσιμο κρέατος ή ψαριού ή / και λαχανικών, πλούσιο σε αντίστοιχες ουσίες· μπορεί να χρησιμοποιηθεί και συμπυκνωμένος στο μαγείρεμα
- έβαλε στη σούπα δύο κύβους ζωμό κοτόπουλου