ζάρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ζάρια | ||
γενική | των | ζαριών | ||
αιτιατική | τα | ζάρια | ||
κλητική | ζάρια | |||
Οι καταλήξεις -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζάρια < ζάρι στον πληθυντικό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζάρια ουδέτερο στον πληθυντικό
- τυχερό παιχνίδι που παίζεται με ζάρια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ζάρια
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]ζάρια ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ζάρι
Κατηγορίες:
- Επέκταση (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)