επίτηδες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επίτηδες< (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπίτηδες, ομηρικό ἐπιτηδές
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /eˈpi.ti.ðes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πί‐τη‐δες
Επίρρημα
[επεξεργασία]επίτηδες (τροπικό επίρρημα)
- ηθελημένα, με συγκεκριμένο σκοπό ή για συγκεκριμένο λόγο και όχι κατά λάθος ή τυχαία
- άλλες μορφές: εξεπίτηδες, ξεπίτηδες, πίτηδες
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- θέμα με επιτηδ- → δείτε τη λέξη επιτήδειος
- θέμα με επιτηδευ- → δείτε τη λέξη επιτηδεύομαι
- Όροι με επιτηδ-, πιτηδ- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επίτηδες
Πηγές
[επεξεργασία]- επίτηδες - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- επίτηδες - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)