εβδομάδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εβδομάδα οι εβδομάδες
      γενική της εβδομάδας των εβδομάδων
    αιτιατική την εβδομάδα τις εβδομάδες
     κλητική εβδομάδα εβδομάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εβδομάδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἐβδομάδα < αρχαία ελληνική ἑβδομάς από την αιτιατική σε -άδα[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.vðoˈma.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐βδο‐μά‐δα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εβδομάδα θηλυκό

  1. περίοδος επτά ημερών
  2. το σύνολο των επτά ημερών που αρχίζει κάθε Κυριακή (ή κάθε Δευτέρα)
    εργάσιμη εβδομάδα: το σύνολο των εργάσιμων ημερών της εβδομάδας
    ⮡  το 1981 καθιερώθηκε στην Ελλάδα η εργάσιμη εβδομάδα των 5 ημερών

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]