Μετάβαση στο περιεχόμενο

διαυγής

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαυγής η διαυγής το διαυγές
      γενική του διαυγούς* της διαυγούς του διαυγούς
    αιτιατική τον διαυγή τη διαυγή το διαυγές
     κλητική διαυγή(ς) διαυγής διαυγές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαυγείς οι διαυγείς τα διαυγή
      γενική των διαυγών των διαυγών των διαυγών
    αιτιατική τους διαυγείς τις διαυγείς τα διαυγή
     κλητική διαυγείς διαυγείς διαυγή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διαυγής < αρχαία ελληνική διαυγής < αὐγής < αὐγή

Επίθετο

[επεξεργασία]

διαυγής, -ής, -ές

  1. διαφανής, καθαρός, λαγαρός
  2. (μεταφορικά) σαφής, ακριβής

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]