γαλλικό κόρνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γαλλικό κόρνο → δείτε τη λέξη κόρνο
- γαλλικό Ονομάστηκε γαλλικό διότι... → λείπει η ετυμολογία
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]γαλλικό κόρνο ουδέτερο
- (μουσικό όργανο) γαλλικό κόρνο ή απλώς κόρνο. Το πιο συνηθισμένο είδος κόρνου, που συναντάμε στη συμφωνική ορχήστρα και τις μπάντες
Ταυτόσημο
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- αγγλικό κόρνο (είδος όμποε, και όχι κόρνου)
- → δείτε τη λέξη κόρνο