βυθοκόρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βυθοκόρος οι βυθοκόροι
      γενική του βυθοκόρου των βυθοκόρων
    αιτιατική τον βυθοκόρο τους βυθοκόρους
     κλητική βυθοκόρε βυθοκόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
βυθοκόρος σε γερμανικό ποτάμι

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βυθοκόρος < βυθός + αρχαία ελληνική κορέω + -ος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική cure-môle)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βυθοκόρος θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
Το λεξικό Τριανταφυλλίδη το κατατάσσει ως αρσενικό.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]