βράζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βράζω < (ελληνιστική κοινή) βράζω < αρχαία ελληνική βράσσω
Ρήμα
[επεξεργασία]βράζω , πρτ.: έβραζα, στ.μέλλ.: θα βράσω, αόρ.: έβρασα, μτχ.π.π.: βρασμένος
- (αμετάβατο) για υγρό του οποίου η θερμοκρασία έχει ανέλθει στο σημείο βρασμού, κοχλάζει και μεγάλο μέρος της μάζας του μετατρέπεται σε αέριο
- (μεταβατικό) θερμαίνω ένα υγρό ώστε να μετατραπεί σε αέριο
- (αμετάβατο) για φαγητό που μαγειρεύεται με βράσιμο
- (μεταβατικό) ετοιμάζω βραστό φαγητό ή ρόφημα
- για ουσίες που περνούν από διαδικασία ζύμωσης
- (αμετάβατο) (μεταφορικά) έχω πολύ υψηλή θερμοκρασία
- (αμετάβατο) (μεταφορικά) κατέχομαι από έντονα συναισθήματα θυμού, αγανάκτησης και είμαι έτοιμος να εκραγώ
- ※ Μέσα μου έβραζα, διατήρησα ωστόσο την ψυχραιμία μου. (Τεύκρος Μιχαηλίδης (2006) Πυθαγόρεια Εγκλήματα [μυθιστόρημα])
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- βράζει το αίμα του: έχει μεγάλη ενεργητικότητα
- το στήθος του βράζει: είναι πολύ κρυωμένος
- αμάν, να σε βράσω : τα έκανες δηλαδή θάλασσα, είσαι άχρηστος (ίσως από την παλιά φράση "του τα έβρασε" και εννοούσαν τα κόλλυβα και μεταφορικά "θα σε σκοτώσω")