βολτ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βολτ < γαλλική volt < ιταλική Alessandro Volta[1] < volta

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈvolt/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βολτ ουδέτερο άκλιτο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  1. Από το όνομα του Ιταλού φυσικού.