βήμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βήμα | τα | βήματα |
γενική | του | βήματος | των | βημάτων |
αιτιατική | το | βήμα | τα | βήματα |
κλητική | βήμα | βήματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βήμα < αρχαία ελληνική βῆμα < βαίνω
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βήμα ουδέτερο
- η κίνηση που κάνουμε όταν φέρνουμε το ένα πόδι μπροστά από το άλλο κατά το βάδισμα
- η απόσταση που διανύουμε όταν κάνουμε μία τέτοια κίνηση
- υπερυψωμένη κατασκευή στην οποία ανεβαίνει κάποιος που μιλάει σε δημόσια συνάθροιση
- (μεταφορικά) το μέρος ή η ευκαιρία που έχει κάποιος να εκφράσει δημόσια τις απόψεις του
- το περιοδικό μας θα δώσει ένα βήμα έκφρασης σε νέους δημιουργούς
- μέρος του τίτλου εφημερίδων ή άλλων ενημερωτικών εντύπων
- άγιο βήμα: το ιερό του χριστιανικού ναού, το μέρος όπου βρίσκεται η Αγία Τράπεζα
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κίνηση