αρθρώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αρθρώνω < αρχαία ελληνική ἀρθρόω, -ῶ
Ρήμα
[επεξεργασία]αρθρώνω
- συναρμολογώ κάτι από τα μέρη του, συνδέω μέρη ενός συνόλου, συνήθως λέξη (συνδέοντας φθόγγους) ή φράση (συνδέοντας λέξεις)
- δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη (από την ταραχή)
- δεν μπόρεσε να αρθρώσει λόγο (δεν είχε να αντιτάξει επιχειρήματα)
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αρθρώνω | άρθρωνα | θα αρθρώνω | να αρθρώνω | αρθρώνοντας | |
β' ενικ. | αρθρώνεις | άρθρωνες | θα αρθρώνεις | να αρθρώνεις | άρθρωνε | |
γ' ενικ. | αρθρώνει | άρθρωνε | θα αρθρώνει | να αρθρώνει | ||
α' πληθ. | αρθρώνουμε | αρθρώναμε | θα αρθρώνουμε | να αρθρώνουμε | ||
β' πληθ. | αρθρώνετε | αρθρώνατε | θα αρθρώνετε | να αρθρώνετε | αρθρώνετε | |
γ' πληθ. | αρθρώνουν(ε) | άρθρωναν αρθρώναν(ε) |
θα αρθρώνουν(ε) | να αρθρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | άρθρωσα | θα αρθρώσω | να αρθρώσω | αρθρώσει | ||
β' ενικ. | άρθρωσες | θα αρθρώσεις | να αρθρώσεις | άρθρωσε | ||
γ' ενικ. | άρθρωσε | θα αρθρώσει | να αρθρώσει | |||
α' πληθ. | αρθρώσαμε | θα αρθρώσουμε | να αρθρώσουμε | |||
β' πληθ. | αρθρώσατε | θα αρθρώσετε | να αρθρώσετε | αρθρώστε | ||
γ' πληθ. | άρθρωσαν αρθρώσαν(ε) |
θα αρθρώσουν(ε) | να αρθρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αρθρώσει | είχα αρθρώσει | θα έχω αρθρώσει | να έχω αρθρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αρθρώσει | είχες αρθρώσει | θα έχεις αρθρώσει | να έχεις αρθρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αρθρώσει | είχε αρθρώσει | θα έχει αρθρώσει | να έχει αρθρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αρθρώσει | είχαμε αρθρώσει | θα έχουμε αρθρώσει | να έχουμε αρθρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αρθρώσει | είχατε αρθρώσει | θα έχετε αρθρώσει | να έχετε αρθρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αρθρώσει | είχαν αρθρώσει | θα έχουν αρθρώσει | να έχουν αρθρώσει |
|