αμάρτημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμάρτημα < αρχαία ελληνική ἁμάρτημα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈmaɾ.ti.ma/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αμάρτημα ουδέτερο
- (θρησκεία) η παραβίαση ενός ηθικού κανόνα ή του θείου νόμου
- (κατ’ επέκταση) η παραβίαση οποιωνδήποτε κανόνων, αρχών κ.λπ.
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αμάρτημα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)