αλέκτορας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αλέκτορας | οι | αλέκτορες |
γενική | του | αλέκτορα | των | αλεκτόρων |
αιτιατική | τον | αλέκτορα | τους | αλέκτορες |
κλητική | αλέκτορα | αλέκτορες | ||
Η γενική πληθυντικού σε λόγια χρήση. Δείτε επίσης, «αλέκτωρ» και το αρχαίο «ἀλέκτωρ» | ||||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλέκτορας < για διαλέκτους και ιδιώματα (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀλέκτορας < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀλέκτωρ από την αιτιατική τόν ἀλέκτορα
- στη λόγια χρήση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀλέκτωρ
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈle.kto.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λέ‐κτο‐ρας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αλέκτορας αρσενικό
- (πτηνό, ιδιωματικό, Κρήτη, Πελοπόννησος) ο κόκορας → δείτε και το ποντιακό αλέκτορας
- (λόγιο) ο κόκορας
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- αλέκτορας - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- αλέκτορας, αλέχτορας - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- «αλέκτωρ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Ποντιακά (pnt)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλέκτορας < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀλέκτωρ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αλέκτορας αρσενικό
Πηγές
[επεξεργασία]- «αλέκτωρ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πτηνά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (ποντιακά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ποντιακά)
- Ποντιακά
- Ουσιαστικά (ποντιακά)
- Πτηνά (ποντιακά)
- Ζώα (ποντιακά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)