έδρα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έδρα | οι | έδρες |
γενική | της | έδρας | των | εδρών |
αιτιατική | την | έδρα | τις | έδρες |
κλητική | έδρα | έδρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- έδρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἕδρα (πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sed-)
- για τη σημασία «έδρα οργανισμού» < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική siège [1][2]
![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/2/24/School%2C_man%2C_teacher%2C_blackboard%2C_desk_Fortepan_2278.jpg/220px-School%2C_man%2C_teacher%2C_blackboard%2C_desk_Fortepan_2278.jpg)
![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/4/4f/Cube-one-blue-face.svg/220px-Cube-one-blue-face.svg.png)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈe.ðɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐δρα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]έδρα θηλυκό
- το κάθισμα, η θέση, η βάση
- το γραφείο του δασκάλου στη σχολική αίθουσα
- το επίκεντρο
- ⮡ Πολλοί θεωρούν την καρδιά ως την ἐδρα των συναισθημάτων.
- (βουλή) η κατοχή της βουλευτικής ιδιότητας
- ⮡ Μετά τις καταγγελίες εναντίον του έχασε τη βουλευτική έδρα του.
- (αθλητισμός) το γήπεδο που ανήκει σε μια ομάδα
- (οργανισμοί) η πόλη στην οποία στεγάζονται οι κεντρικές υπηρεσίες ενός οργανισμού, μιας εταιρείας κλπ
- (γεωμετρία) κάθε μια από τις επίπεδες επιφάνειες ενός στερεού σώματος
- ⮡ ο κύβος έχει έξι έδρες
- (ανατομία, ανθρώπινο σώμα) ο πρωκτός
- (μηχανολογία) το σημείο στήριξης μηχανικών μερών
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
εδρ-
εδρ-
- -εδρος, -εδρο Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -εδρο στο Βικιλεξικό όπως τα σχήματα τετράεδρος, τετράεδρο
και
- ανεδραίρωτος
- εδράζω, εδράζομαι
- εδραίος
- εδραιότητα
- εδραίωμα
- εδραιωμένος
- εδραιώνω, εδραιώνομαι
- εδραίωση
- εδραιωτικός
- έδρανο
- εδρανοκρουσία
- εδρεύω
- εδρικός & σύνθετα
- εδροσυρίγγιο
- εξέδρα
- ενέδρα
- ενέδραση
- ενεδρευτικά (επίρρημα)
- ενεδρευτικός
- ενεδρεύω
- έφεδρος & συγγενικά
- ισόεδρος
- καθέδρα
- καθεδρικός
- κατοικοεδρεύω
- πάρεδρος
- πρόεδρος & συγγενικά
- πρωτοκαθεδρία
- συνέδριο & συγγενικά
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] έδρα
κεντρικές υπηρεσίες ενός οργανισμού
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ έδρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ έδρα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sed- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Γεωμετρία (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Ανθρώπινο σώμα (νέα ελληνικά)
- Μηχανολογία (νέα ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)