ΕΟΚ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ΕΟΚ < δείτε ορισμούς
Προφορά
[επεξεργασία]
Συντομομορφή
[επεξεργασία]Ε.Ο.Κ.
- θηλυκό άκλιτο ακρωνύμιο: Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, η μεγαλύτερη από τις τρεις κοινότητες (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) που είχαν ιδρυθεί με απώτερο σκοπό την οικονομική ολοκλήρωση της Ευρώπης
- (αθλητισμός) θηλυκό άκλιτο ακρωνύμιο: Ελληνική Ομοσπονδία Καλαθοσφαίρισης
- αρσενικό άκλιτο ακρωνύμιο: Εθνικός Οργανισμός Καπνού
- (φυσική) ουδέτερο ακρωνύμιο: Επίπεδο Ομοιόμορφο Κύμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επίπεδο ομοιόμορφο κύμα
|