ŝafo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝafo | ŝafoj |
αιτιατική | ŝafon | ŝafojn |
ŝafo (eo)
- (θηλαστικό ζώο) το πρόβατο