lo

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 14:45, 23 Ιανουαρίου 2020 από την Sarri.greek (συζήτηση | συνεισφορές) ({{βλέπε}}: = κλίση)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

lo (en)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lo (eu)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
lo < l + -o

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lo (eo)



Αντωνυμία

[επεξεργασία]

lo (es)

προσωπικές αντωνυμίες στα ισπανικά
αριθμός πρόσωπο γένος ονομαστική αιτιατική δοτική αυτοπαθής τονιζόμενη
ενικός 1ο yo me
2ο te ti
3ο αρσενικό él lo le se él
θηλυκό ella la ella
πληθυντικός 1ο αρσενικό nosotros nos nosotros
θηλυκό nosotras nosotras
2ο αρσενικό vosotros os vosotros
θηλυκό vosotras vosotras
3ο αρσενικό ellos los les se ellos
θηλυκό ellas las ellas