Σταβέντο
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Σταβέντο ή Σοτοβέντο, είναι κοινός "φραγκολεβαντίνικος" ναυτικός όρος εκ της ιταλικής, που σημαίνει υπήνεμα, δηλαδή η πλευρά του πλοίου, ή σκάφους, ή όρμος ή λιμένας που δεν προσβάλλεται από τον υφιστάμενο κατά περίπτωση άνεμο, ή κυματισμό, π.χ. "σταβέντο πόρτο" ή "σταβέντο λιμάνι", "σταβέντο κόστα" (= υπήνεμη ακτή). Όταν γίνεται αναφορά σε λιμένες, όρμους και ακτές, χωρίς χάρτη, θα πρέπει ν΄ αναφέρεται απαραίτητα για ποιόν ή ποιούς ανέμους τυγχάνουν αυτοί, αυτού του χαρακτηρισμού.
Η φράση "πλέω σταβέντο" σημαίνει αντιπαρέρχομαι άλλο πλοίο, ή νησίδα, ή ξέρα από την υπήνεμη (ως προς εκείνο ή εκείνης) πλευρά, εφόσον βεβαίως το υφιστάμενο βάθος το επιτρέπει, η οποία διέλευση σαφώς και είναι η ασφαλέστερη, υπό τον υφιστάμενο άνεμο ή κυματισμό.
Σημειώνεται ότι από τη "σταβέντο πλευρά" του σκάφους γίνεται η προσέγγιση λέμβων, πλοηγίδας, ή η αποεπιβίβαση επιβατων εν όρμω, ως και η καθέλκυση σωστικών λέμβων προς διάσωση ναυαγών.
- Αντίθετος όρος είναι σοφράνο