Προσεγγιστικά σύμφωνα
Οι προσεγγιστικά φθόγγοι είναι φθόγγοι που παρότι επιτρέπουν την ελεύθερη έλευση του αέρα από τους αρθρωτές, αυτοί δεν βρίσκονται σε τόσο στενή επαφή και επομένως δεν παράγουν την τριβή που χαρακτηρίζει τα τριβόμενα. Ακουστικά ομοιάζουν αρκετά τα φωνήεντα καθώς στα φασματογραφήματα παρουσιάζουν φωνητικές δομές. Ο όρος προσεγγιστικό (approximant) αποτέλεσε δημιούργημα του γλωσσολόγου Πίτερ Λέιντιφογκιντ τη δεκαετία του 1960.[1]
Είδη προσεγγιστικών είναι τα εξακολουθητικά προσεγγιστικά (π.χ. [β̞]), τα ημίφωνα (π.χ. το [j]) και ορισμένα πλάγια και παλλόμενα.[2] Στο ΔΦΑ τα εξακολουθητικά προσεγγιστικά συγχέονται με τα ημίφωνα, με αποτέλεσμα να είναι συνήθης η μεταγραφή π.χ. του προσεγγιστικού ουρανικού ως ημίφωνου, παρότι ηχητικά είναι δύο διαφοροποιημένες κατηγορίες.[3]
Εξακολουθητικά προσεγγιστικά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Φωνολογικά τα εξακολουθητικά προσεγγιστικά σύμφωνα είναι σπάνια παρότι υφίστανται γλώσσες που τα διαθέτουν ως φωνήματα όπως τα ολλανδικά.[4] Ως αλλόφωνα εμφανίζονται σε πλήθος γλωσσών όπως οι ιβηρικές όπου αποτελούν αλλόφωνα των κλειστών και στα κυπριακά όπου είναι αλλόφωνα των τριβόμενων.[5] Τα κύρια εξακολουθητικά προσεγγιστικά είναι:
- Διχειλικό προσεγγιστικό [β̞]: ισπανικά hablo ['aβ̞lo]
- Χειλοδοντικό προσεγγιστικό [ʋ], φώνημα στα ολλανδικά
- Οδοντικό προσεγγιστικό [ð̞]: καταλανικά gaudir: [gaw'ð̞i]
- Φατνιακό προσεγγιστικό [ɹ]
- Προουρανικό προσεγγιστικό [ʒ̞]
- Ανακεκαμένο προσεγγιστικό [ɻ]
- Ουρανικό προσεγγιστικό [ʝ̞] και [j]: πρότυπα ισπανικά: aya: ['aʝ̞a]
- Υπερωικό προσεγγιστικό [ɣ̞] και [ɰ]: γαλικιανά Vigo: ['biɣ̞o]
Πλάγια προσεγγιστικά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πιθανότατα ο πιο συνηθισμένος πλάγιος προσεγγιστικός ήχος είναι ο φατνιακός ηχηρός [l] που υφίσταται ως φώνημα σε πολλές ομιλούμενες γλώσσες μεταξύ των οποίων και τα νέα ελληνικά. Αντίθετα, ο πλάγιος προουρανικός [ʎ] εμφανίζεται αποκλειστικά ως αλλόφωνο του φατνιακού στο περιβάλλον /l+i+ταυτοσυλαβικό φωνήεν/ (π.χ. ήλιος).
Ημίφωνα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα ημίφωνα αποτελούν φωνηεντικούς ήχους που δεν αποτελούν πυρήνα συλλαβής σε διφθόγγους ή τριφθόγγους. Στα νέα ελληνικά υφίσταται ένα ημίφωνο, το [j], αποκλειστικά σε κλειστές διφθόγγους ([aj] στο γάιδαρος).[6]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Ladefoged, Peter (1964), A Phonetic Study of West African Languages, Cambridge: Cambridge University Press
- ↑ Martínez Celdrán και Fernández Planas (2007): Manual de fonética española. Μαδρίτη: Ariel. σελ. 170.
- ↑ Martínez Celdrán και Fernández Planas (2007): Manual de fonética española. Μαδρίτη: Ariel. σελ. 169.
- ↑ Collins, B. y Mees I. M. (20035[1981]): The phonetics of English and Dutch. Leiden/Boston: Brill.
- ↑ Arvaniti, Amalia (1999). "Cypriot Greek". Journal of the International Phonetic Association. 29 (2): 173–178.
- ↑ Μποτίνης, Α. (2011): Φωνητική της ελληνικής. ISEL. σελ. 31.