Κράση (γραμματική)
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Κράση (αρχ. κρᾶσις) στη φωνητική ονομάζεται το φθογγικό πάθος κατά το οποίο γίνεται συγχώνευση του τελικού φωνήεντος ή διφθόγγου μιας λέξης με το αρχικό φωνήεν ή την αρχική δίφθογγο της ακόλουθης, προς αποφυγή της χασμωδίας. Το φαινόμενο της κράσης παρατηρείται στην αρχαία ελληνική γλώσσα, όπου και περιγράφτηκε για πρώτη φορά. Πάνω από το φωνήεν που προκύπτει από την κράση σημειώνεται το διακριτικό σημείο κορωνίδα (αρχ. κορωνίς).
Ελληνική γλώσσα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σύγχρονη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στη σύγχρονη μονοτονική ορθογραφία η κορωνίδα παραλείπεται. Σημειώνεται η απόστροφος στη θέση του φθόγγου που αποσιωπήθηκε, π.χ.: μου (εί)παν - μού’παν [ˈmupan], ούτ(ε) αυτός - ουτ’ αυτός [utaˈftɔs]. Όταν αποβάλλεται ο τελικός φθόγγος της πρώτης λέξης σημειώνεται στη θέση του απόστροφος π.χ. το όνειρο - τ΄όνειρο (έκθλιψη). Όταν αποβάλλεται ο πρώτος φθόγγος της ακόλουθης λέξης σημειώνεται στη θέση του απόστροφος π.χ. πού είναι; - πού ΄ναι; (αφαίρεση). Όταν δημιουργείται νέος φθόγγος ως αποτέλεσμα της συναλοιφής, διαφορετικός από τον τελευταίο και τον πρώτο των γειτονικών λέξεων, τότε το φαινόμενο καλείται κράση: ...και σόπλενα (σου έπλενα) τα πόδια δουλωμένο...(Βαλαωρίτης), Κάστρο πόχουν (που έχουν) δέσει με γητειές και μάγια. (Γρυπάρης).
Αρχαία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στα αρχαία ελληνικά κράση συνήθως παθαίνουν οι τύποι άρθρων και αναφορικών αντωνυμιών που λήγουν σε φωνήεν ή δίφθογγο, η λέξη ἐγώ με τη λέξη οἷμαι και οἷδα, ο σύνδεσμος καὶ και η πρόθεση πρό, (πρό ἔργου - προὔργου), ο σύνδεσμος μέντοι με το μόριο ἄν (μεντἄν). Όταν παθαίνει κράση το ἕτερος, τότε αντικαθίσταται από την παλαιότερη μορφή της αντωνυμίας ἅτερος (ὁ ἕτερος-ἅτερος). Αν η δεύτερη λέξη είναι άτονη, τότε η συλλαβή που προκύπτει είναι άτονη (καὶ ἐν - κἀν). Αν η δεύτερη συλλαβή έχει γιώτα, τότε στη νέα συλλαβή μένει είτε το γιώτα μόνο του είτε προσγεγραμμένο είτε υπογεγραμμένο (καὶ ἱκετεύω - χἰκετεύω, τὸ ἱμάτιον - θοἰμάτιον, καὶ εἶτα - κᾆτα). Τα ψιλόπνοα μη ηχηρά κ,π,τ τρέπονται στα αντίστοιχα δασέα χ,φ,θ (καὶ ὅπως - χὤπως).
Παραδείγματα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αρχαία ελληνικά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- τὰ ἄλλα - τἆλλα
- ἐγὼ οἷμαι - ἐγᾦμαι
- καὶ ἐγώ - κἀγώ
- τὰ αὐτά - ταὐτά
- καὶ ἔπειτα - κἄπειτα
- τὸ ὄνομα - τοὔνομα
- τὸ ἐλάχιστον - τοὐλάχιστον
- τὸ ἐναντίον - τοὐναντίον
Όταν όμως η πρώτη από τις λέξεις που συγχωνεύονται είναι τύπος που αποτελείται μόνο από ένα φωνήεν ή μία δίφθογγο με δασεία, τότε στη θέση της κορωνίδας σημειώνεται η δασεία:
- ὁ ἀνήρ - ἁνήρ
- ὁ ἄνθρωπος - ἅνθρωπος
- ἅ ἄν - ἅν
- οὗ ἕνεκα – οὕνεκα
Γαλλικά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- de le - du
- de les - des
- à le - au
- à les – aux
- ce est - c’est
- de accord - d’accord
- je ai - j’ai
Ισπανικά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- de el - del
- a el - al
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Αχιλλέως Τζάρτζανου, Γραμματική της αρχαίας ελληνικής γλώσσης, Θεσσαλονίκη-Αθήνα 1996, ISBN 960-343-232-6.
- Νεοελληνική γραμματική της δημοτικής, Ινστιτούτο νεοελληνικών σπουδών (Ιδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη), Θεσσαλονίκη 1996, ISBN 960-231-027-8.
- André Mirambel «Η νέα ελληνική γλώσσα, περιγραφή και ανάλυση», (Τίτλος πρωτοτύπου: La langue grècque modèrne, description et analyse), μετέφραση Σταμ. Κ. Καρατζά, Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 1988, ISBN 960-231-022-7.