Μετάβαση στο περιεχόμενο

Βαϊσβίλκας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Βαϊσβίλκας
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1223
Βαρσοβία
Θάνατος16  Δεκεμβρίου 1268
ΘρησκείαΑνατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταμοναχός
Κνιαζ
Οικογένεια
ΓονείςΜιντάουγκας
ΑδέλφιαNe
Rūklys
Rupeikis
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαμεγάλος δούκας της Λιθουανίας
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Μοναστήρι που πιθανολογείται ότι ιδρύθηκε από τον Βαϊσβίλκας (πίνακας του Ναπολέοντα Όρντα)

Ο Βαϊσβίλκας ή Βαϊσέλγκα (επίσης απαντάται ως Βαϊσβίλα, Βοϊσάλακ, Βόισαλκ, Βαϊσάλγκας[1], σκοτώθηκε στις 18 Απριλίου 1267) ήταν Μέγας Δούκας της Λιθουανίας (1264–1267)[2]. Ήταν γιος του Μιντάουγκας, του πρώτου και μοναδικού χριστιανού βασιλιά της Λιθουανίας [2].

Τίποτα δεν είναι γνωστό για τα νεανικά χρόνια του Βαϊσβίλκας, καθώς μπήκε στις ιστορικές πηγές μόλις το 1254, όταν συνήψε μια συνθήκη, στο όνομα του πατέρα του, βασιλιά Μιντάουγκας, με τον Ντανίλο της Γαλικίας-Βολυνίας. Στη συνθήκη, η Γαλυκία-Βολυνία μεταφέρει την Μαύρη Ρουθηνία με κέντρο το Ναβαχρούντακ στη Λιθουανία. Για να επιστεγαστεί η συνθήκη, ο γιος του Ντάνιελ, ο Σβαρν, παντρεύτηκε την αδερφή του Βαϊσβίλκας[3]. Ο Βαϊσβίλκας διορίστηκε δούκας ορισμένων από αυτές τις χώρες.

Αφού ο Βαϊσβίλκας βαφτίστηκε με ελληνορθόδοξο τελετουργικό, τον προσέλκυσε τόσο πολύ η θρησκευτική ζωή, που μεταβίβασε τον τίτλο και τα εδάφη του στον Ρομάν Ντανίλοβιτς, γιο του Ντανίλο[3]. Ίδρυσε ένα μοναστήρι, που παραδοσιακά ταυτίζεται με το μοναστήρι Λαβράσεφ στην όχθη του ποταμού Νέμαν, και έμεινε σε αυτό ως μοναχός.[4] Ξεκίνησε για προσκύνημα στο Άγιο Όρος. Δεν έφτασε όμως στον προορισμό λόγω πολέμων στα Βαλκάνια και επέστρεψε στο Ναβαχρούντακ.[3]

Το 1264, γλίτωσε από απόπειρα δολοφονίας από τους Τρενιότα και Νταουμάντας του Πσκοφ εναντίον του Μιντάουγκας του και δύο εκ των αδελφών του. Ο Τρενιότα δολοφονήθηκε από πρώην υπηρέτες του Μιντάουγκας. Ο Βαϊσβίλκας συμμάχησε με τον κουνιάδο του, Σβαρν, από την Γαλικία-Βολυνία. Κατάφεραν να πάρουν τον έλεγχο της Μαύρης Ρουθηνίας και του Δουκάτου της Λιθουανίας[5]. Στη συνέχεια διεξήγαγαν πόλεμο εναντίον της Νάλσια και της Ντελτούβα, δύο βασικών κέντρων αντιπαράθεσης προς τον Μιντάουγκας και τον Βαϊσβίλκας. [6] Ο Νταουμάντας, δούκας της Νάλσια, αναγκάστηκε να καταφύγει στο Πσκοφ. Ο Σούξε, ένας άλλος δούκας με επιρροή από τη Νάλσια, κατέφυγε στη Λιβονία.

Ο Βαϊσβίλκας έγινε ο επόμενος Μέγας Δούκας της Λιθουανίας. Ως Χριστιανός, προσπάθησε να διατηρήσει φιλικές σχέσεις με τους Τεύτονες Ιππότες και το Λιβονικό Τάγμα. Υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με τη Λιβονία σχετικά με το εμπόριο στον ποταμό Νταουγκάβα[3]. Η λιθουανική υποστήριξη της Μεγάλης Πρωσικής Εξέγερσης σταμάτησε και τα τάγματα έκαναν αδιάκοπες προόδους εναντίον Σεμιγάλλων και Κουρονιανών. Μαζί με τον Σβαρν, ο Βαϊσβίλκας επιτέθηκε στην Πολωνία το 1265 για να εκδικηθεί την ήττα των Γιοτβίγγιων ένα χρόνο πριν. [5]

Όταν το 1267 αποφάσισε να επιστρέψει στη μοναστική ζωή, ο Βαϊσβίλκας μετέφερε τον τίτλο του Μεγάλου Δούκα στον Σβαρν. Ένα χρόνο αργότερα σκοτώθηκε από τον αδελφό του Σβαρν, Λέοντα Α' της Γαλικίας, ο οποίος ήταν θυμωμένος που ο Βαϊσβίλκας δεν μοίρασε τις εξουσίες μεταξύ αυτού και του αδελφού του[5] Ενταφιάστηκε κοντά στην εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Βολοντίμιρ.

Το αρχικό λιθουανικό όνομα αυτού του Μεγάλου Δούκα έχει προβληματίσει πολλούς γλωσσολόγους και ιστορικούς. Οι ανακατασκευές τους οδήγησαν σε δύο αξιόπιστες παραλλαγές του Βαϊσβίλκας, βασισμένες στο Woyszwiłk και στο Vaišelga, με βάση το Vojšalk. Το όνομα Βαϊσβίλκας ανακατασκευάστηκε για πρώτη φορά από τον Καζίμιερας Μπουγκά.[7] Πράγματι, το πρώτο μέρος της ονομασίας με διπλό στέλεχος vaiš- δεν προκαλεί αμφισβήτηση και μαρτυρείται με πολλά παρόμοια ονόματα. Ωστόσο, το δεύτερο μέρος -vilkas, που σημαίνει " λύκος ", είναι πολύ σπάνιο έως ανύπαρκτο στα λιθουανικά ονόματα[7]. Αυτό οδήγησε στην υπόθεση ότι η αρχική μορφή του ονόματος θα έπρεπε να ήταν Βαϊσβίλας. [8]

Η παραλλαγή Βαϊσέλγκα / Βαϊσάλγκα έχει αποκτήσει μεγαλύτερη δημοτικότητα στα ιστορικά κείμενα, παρόλο που η προέλευση του στοιχείου -alg και -elg δεν είναι απολύτως σαφής. [8] Τελικά, ορισμένοι ερευνητές προτείνουν ακόμη και ότι είχε δύο ονόματα: ένα από αυτά ήταν Βαϊσβίλας. [9]

  1. Baranauskas, Tomas. Древние литовские имена (στα Ρωσικά). Medieval Lithuania. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Ιουλίου 2012. Ανακτήθηκε στις 23 Ιανουαρίου 2008. 
  2. 2,0 2,1 «Vaišelga». Universal Lithuanian Encyclopedia (στα Λιθουανικά). Ανακτήθηκε στις 7 Ιουλίου 2021. 
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 «Vaišvilkas». Vaišvilkas. Juozas Kapočius. 1970–1978. 
  4. Rowell, S. C. (1994). Lithuania Ascending: A Pagan Empire Within East-Central Europe, 1295–1345. Cambridge Studies in Medieval Life and Thought: Fourth Series. Cambridge University Press. σελ. 149. ISBN 978-0-521-45011-9. 
  5. 5,0 5,1 5,2 Kiaupa, Zigmantas· Jūratė Kiaupienė (2000) [1995]. The History of Lithuania Before 1795 (English έκδοση). Vilnius: Lithuanian Institute of History. σελίδες 68–69. ISBN 9986-810-13-2. 
  6. Ivinskis, Zenonas (1978). Lietuvos istorija iki Vytauto Didžiojo mirties (στα Λιθουανικά). Rome: Lietuvių katalikų mokslo akademija. σελίδες 197–199. 
  7. 7,0 7,1 Valentas, Skirmantas (2002). «ISTORINIS VEIKĖJAS EILĖRAŠTYJE: Воишелкъ, Воишевoлкъ» (στα lt). Literatūra. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2011-07-23. https://web.archive.org/web/20110723032736/http://vladas2.braziunas.net/kritika/Istorinis_veikejas_eilerastyje.html. Ανακτήθηκε στις 2023-09-13. 
  8. 8,0 8,1 Zinkevičius, Zigmas (2007). Senosios Lietuvos valstybės vardynas (στα Λιθουανικά). Vilnius: Mokslo ir enciklopedijų leidybos institutas. σελ. 48. ISBN 978-5-420-01606-0. 
  9. Kuzavinis, Kazimieras· Bronys Savukynas (1987). Lietuvių vardų kilmės žodynas (στα Λιθουανικά). Vilnius: Mokslas. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Vaišvilkas στο Wikimedia Commons


Προκάτοχος
Τρενιότα
Μέγας Δούκας της Λιθουανίας
1264–1267
Διάδοχος
Σβαρν