Την τρίτη ημέρα ... / Μια Ιδέα- Μια 'Εμπνευση #3

πηγή



                             Κεντρική Ιδέα Πλοκής

Ο θόρυβος των μηχανών ελαττώθηκε. Οι στροφές έπεφταν καθώς το πλοίο ήδη έκοβε ταχύτητα. Έστεκε ψηλά στο κατάστρωμα, το θαλασσινό αγέρι ανέμιζε τα μαλλιά του/της. Στα δεξιά ο μεγάλος λιμενοβραχίονας του λιμανιού οριοθετούσε το λιμάνι. Ένα λιμάνι μεγάλο, όμορφο. Στα δεξιά δεμένα, σαν πολύχρωμα στολίδια διάφορα σκάφη και στα αριστερά στο κέντρο, ο άδειος χώρος για τον οποίο το πλοίο που τον/την μετέφερε ήδη είχε βάλει ρώτα.
Η καλοκαιρινή ζέστη του δειλινού ήταν εμφανής και η υγρασία μούσκευε το κορμί του/της. Άπλωσε το βλέμμα του/της σε όλο το μήκος του λιμανιού. Ένα υπέροχο καρτ-ποστάλ ήταν ζωγραφισμένο στα μάτια του/της.
Λίγα μέτρα χώριζαν το πλοίο από την αποβάθρα και έπρεπε να ετοιμάζεται για την αποβίβαση. Άνοιξε το κινητό του/της. Έψαξε τα μηνύματα, στάθηκε στο τελευταίο και διάβασε προσεκτικά:
“Φτάνει στο τέλος του μήνα. Πρέπει να βιαστείς. Δεν υπάρχει πια χρόνος”
Πήρε μια βαθιά ανάσα. Το είχε διαβάσει άπειρες φορές στη διαδρομή προς το νησί. Έβαλε το κινητό στην τσέπη και κινήθηκε προς την έξοδο. Ένιωθε τόσο παράξενα. Οι σκέψεις έρχονταν να πλημμυρίζουν το μυαλό του/της και έδεναν με την υπέροχη γαλήνη του νησιού.


                                                       
                                       Την τρίτη ημέρα...     
 


   Ο Γκρέγκορι Ντιλ,
 επιφανής οικονομικός παράγοντας της χώρας του και ιδιοκτήτης φαρμακοβιομηχανίας, έβαλε τις τελευταίες υπογραφές και ετοιμάστηκε να φύγει από την εταιρεία του. Το κινητό άναψε και ήχησε. Ένα μήνυμα φάνηκε αγνώστου αποστολέα  “Φτάνει στο τέλος του μήνα. Πρέπει να βιαστείς. Δεν υπάρχει πια χρόνος”
-Μπα , τι είναι αυτό; Κάποιο λάθος θα ναι, έσβησε το μήνυμα και έδωσε τις τελευταίες εντολές στην γραμματέα του.
Το κινητό ήχησε ξανά και το φως του τρεμόσβησε. Τα γράμματα αναβόσβησαν και τέλος έμειναν σταθερά να επαναλαμβάνουν τα ίδια λόγια ''Φτάνει στο τέλος του μήνα. Πρέπει να βιαστείς. Δεν υπάρχει πια χρόνος''.
Απόρησε και εκνευρίστηκε. Γρήγορα πήγε στο τμήμα πληροφορικής και έδωσε το κινητό του στον προγραμματιστή του. Ελαφρώς θυμωμένος με τα συνεχή μηνύματα, είπε στον υπάλληλο
- Βρες μου τι συμβαίνει με αυτό το μήνυμα!

Ο υπάλληλος 
του τμήματος, με τα πλέον σύγχρονα μηχανήματα μπροστά του, που θα ζήλευε ίσως και η μυστική υπηρεσία, έψαξε, είδε χάρτες, τριγωνομέτρησε το σήμα που έλαβε όταν ξαναεμφανίστηκε το ίδιο μήνυμα και ειδοποίησε το αφεντικό του ότι  κινητό δεν μπορεί να ανιχνευτεί, αλλά το σήμα έρχεται από ένα νησάκι του Ειρηνικού, έναν επίγειο παράδεισο για τους  πλούσιους παραθεριστές. Το Λιτλ,  που είχε φυσική ομορφιά και καταπράσινα νερά, το ήξερε, είχε κάνει διακοπές εκεί.
Ποιος του έστελνε από εκεί μήνυμα; Ποιος φτάνει; 
Ως το βράδυ και την άλλη μέρα βομβαρδιζόταν από το ίδιο μήνυμα κάθε δυο λεπτά.
Θα πήγαινε εκεί να δει, να μάθει, να καταλάβει τι συμβαίνει. Έτσι κι αλλιώς διακοπές ήθελε να κάνει κάπου, έστω μόνος, να χαλαρώσει, να ηρεμήσει το μυαλό του.

Χήρος αρκετά νωρίς,  
έχασε την μεγάλη αγάπη της ζωής του και συνειδητοποίησε πόσο αδύναμος είναι, αν και παράγει φάρμακα, να βοηθήσει την γυναίκα του και άλλους ανθρώπους που μαστίζονταν από επικίνδυνες νόσους.  
Στο νησί δεν ήθελε να ξαναπάει, του θύμιζε εκείνη  που έφυγε νωρίς, χωρίς να προλάβουν να αποκτήσουν παιδιά. Αλλά να, που θα πήγαινε τώρα.
Θυμόταν ότι στο Λίτλ   είχαν πάει  με το ιστιοπλοϊκό του. Το  λιμάνι ήταν γεμάτο με πλοιάρια αναψυχής  και γιότ. Γι αυτό δεν πήρε άδεια να δέσει εκεί, οπότε   αναγκάστηκε να ρίξει άγκυρα στο διπλανό νησί, αρόδο.  Έμειναν σε εκείνο το νησάκι δυο μέρες και μετά πήραν    το πλοίο για το Λιτλ. Θυμάται, μόλις  έστριψαν στον κόλπο για να μπουν  στο λιμάνι,  φάνηκε η ομορφιά του νησιού  και τους έκοψε την ανάσα.  Η γυναίκα του είχε πει ότι η φύση στο Λιτλ κάνει πάρτι κάθε μέρα. Ζέστη πολλή είχε όλες τις ημέρες που έμειναν εκεί, απόλαυσαν τη θάλασσα και θαύμαζαν  την γαλήνια ατμόσφαιρα του νησιού. 

 Τώρα, 
θα πήγαινε με το ιστιοπλοϊκό του. Μόνος!
Τακτοποίησε εκκρεμότητες και έδωσε άδεια  στον καπετάνιο  του, θα κουμάνταρε μόνος του το σκάφος. Ήταν γνώστης και καλός μάλιστα.
Πήρε προμήθειες, ενημερώθηκε για τον καιρό, ενημέρωσε λιμενικό και έφυγε ένα πρωινό με  ασυννέφιαστο ουρανό και γαλήνια θάλασσα. Ήθελε αέρα για να ανοίξει τα πανιά, αλλά προς το παρόν δούλευε τη μηχανή.
Είχε τρεις μέρες ταξίδι ως να φτάσει. Και θα έφτανε στο τέλος του μήνα, σκέφτηκε. 
Με τα πανιά πλέον, απολάμβανε την ηρεμία του ωκεανού, άδειαζε το μυαλό του από τις έγνοιες, ενώ το μήνυμα έπαψε να έρχεται τη δεύτερη μέρα του στη θάλασσα. Λες και  αυτός που το έστελνε,  να γνώριζε για το ταξίδι του.

Στις ώρες αυτές 
της γαλήνης, αναμνήσεις ξεπηδούσαν από  άλλα ταξίδια που είχε κάνει με την αγαπημένη του. Θυμόταν συζητήσεις τα βράδια με το ποτό στο χέρι και με το φως του φεγγαριού  παρέα. Θυμόταν  τα γέλια που έκαναν με τα αστεία του. Τον αποκαλούσε τον προσωπικό της  κωμικό ηθοποιό... αλήθεια, πόσο άλλαξε από τότε. Ένα δάκρυ κύλησε και το άφησε να στεγνώσει στον αέρα του ωκεανού.  

Την τελευταία μέρα
πύκνωσαν ξαφνικά τα σύννεφα. Ο ουρανός είχε πάρει ένα μπλαβί χρώμα. Αέρας δυνατός σήκωσε ψηλά  κύματα, που με τη σειρά τους κλυδώνιζαν το σκάφος για δυο ώρες και μετά ησύχασαν τα πάντα. 
Ο ουρανός γκρίζος ακόμη, η θάλασσα  γαλήνια, αλλά με το χρώμα του ουρανού στα σπλάχνα της, ενώ η ησυχία ήταν μακάβρια. Πλέον το σκάφος χρειαζόταν μηχανή για να κινηθεί.  Ανησύχησε. Δεν είχε ξαναδεί τέτοιας μορφής κακοκαιρία. Και τώρα τι;  
Και να, ένας ανεμοστρόβιλος, μια δίνη στη θάλασσα, φάνηκαν να έρχονται καταπάνω του. Απ ' το πουθενά. Ήξερε ότι η δίνη του νερού έχει δύναμη ισχυρότερη από αυτή της μηχανής, γι αυτό βιάστηκε να  στρίψει  το σκάφος, όσο πιο γρήγορα μπορούσε, για να απομακρυνθεί. Προσπάθησε να ενημερώσει ακτοφυλακή και εξέπεμψε SOS,  αφού έβλεπε τη δίνη της θάλασσας και τον ανεμοστρόβιλο  ενωμένα σε ένα, να τον κυνηγούν. Αυτό δεν ήταν απλά κακό, ήταν επικίνδυνο. Αλλά δεν μπόρεσε να πάει μακριά. Αυτός ο υδάτινος δαίμονας, είχε βάλει στο μάτι  το σκάφος που κλυδωνίστηκε και παρασύρθηκε στα σκοτεινά νερά  που στριφογύριζαν  με ταχύτητα.
Ένα μεγάλο σύννεφο σαν να τον σήκωσε με το πλοίο του ψηλά και μετά καταβυθίστηκε στριφογυρνώντας συνεχώς. Νερά τον σκέπαζαν από παντού, ενώ κοιτούσε έντρομος το υδάτινο τείχος που απλωνόταν γύρω του, χωρίς να τον αγγίζει.
Ήρθε το τέλος σίγουρα... αλλά ω του θαύματος το σκάφος του πετάχτηκε από τη θάλασσα, κλυδωνίστηκε για λίγο  και συνέχισε αλώβητο το ταξίδι του. Φοβισμένος ο Γκρέγκορι ευχαριστούσε το Θεό ή την τύχη του που δεν έπαθε το παραμικρό και  κουμάνταρε το ιστιοπλοϊκό του κοιτώντας τριγύρω με τρεμάμενα χέρια , ενώ προσπαθούσε να έλθει με τον ασύρματο σε επαφή με την ακτοφυλακή. Τίποτε. Ο ασύρματος δούλευε, αλλά  η βελόνα του πηγαινοερχόταν σαν να μην ήξερε πού να σταματήσει. 



Και τότε 
φάνηκε το Λιτλ μπροστά του. 
 Ξύλινα πλοιάρια και βάρκες ήταν αραγμένα στο λιμάνι. Τι είναι τούτα; σκέφτηκε Ένα λιμάνι απλοϊκό, προχειροφτιαγμένο, με πέτρες για κυματοθραύστη. Πού ήταν η ομορφιά του Λιτλ;
Έδεσε στο λιμάνι σε θέση κενή που βρήκε και βγήκε στην ξηρά. Προσπάθησε να βρει τον υπεύθυνο Λιμενικό για να ενημερώσει για την άφιξή του, αλλά έμεινε ακίνητος με όσα έβλεπε τριγύρω.
Κοιτούσε σαστισμένος  αυτές τις αλλαγές, αλλαγές όχι προς το καλύτερο αλλά προς τα πίσω ολοταχώς. Δεν άφηνε τον εαυτό του να νιώσει φόβο, αλλά όσα έβλεπε ήταν αλλόκοτα και στο αλλόκοτο δεν ήξερε πώς να φερθεί και να νιώσει.
Άνθρωποι με ρούχα άλλης εποχής, μακριά φορέματα οι γυναίκες, με πραμάτεια που είχαν απλώσει στο λιμάνι περιμένοντας αγοραστές. Οι άντρες με βράκες και μαντήλια δεμένα στο κεφάλι, ξυπόλητοι, φορτωμένοι με καφάσια, πηγαινοέρχονταν.
-Συγνώμη, μπορείτε να μου πείτε πού βρίσκομαι; ρώτησε έναν ντόπιο, όσο πιο μαλακά μπορούσε.

Κι αν
ήταν άγριοι; Αν ήταν απολίτιστοι και κινδύνευε;
Μα εκείνος ούτε βλέμμα δεν του έριξε. Τον προσπέρασε, ενώ ένας άλλος που ερχόταν με ταχύτητα, έπεσε επάνω στον σαστισμένο Γκρέγκορι και τον χτύπησε με το τελάρο που βαστούσε. 
-Πρόσεχε άνθρωπέ μου, φώναξε ο Γκρέγκορι με μορφασμό πόνου στο πρόσωπο.
Μα ο κύριος κοιτούσε περίεργα γύρω του,  με τους άλλους ντόπιους να έχουν δει τη σκηνή και να τον κοιτούν με απορία.
-Καλά με τον αέρα τράκαρες; Σου έπεσε και το εμπόρευμα και έσπασες το τελάρο στο κενό; Τι έχεις πάθει;
-Ανάθεμα,  θα ορκιζόμουν ότι χτύπησα σε άνθρωπο επάνω, έλεγε ο παθών!
Θεέ και κύριε σκέφτηκε ο Γκρέγκ. Δεν με βλέπουν, δεν είμαι ορατός σ' αυτούς. Μα πού είμαι; Πού βρίσκομαι;
Βιάστηκε να παραμερίσει, να μείνει στην άκρη έτσι αθέατος και να συμμαζέψει τις σκέψεις του.
Δεν τον έβλεπαν, αλλά μπορούσαν να τον αγγίξουν.
Τι του είχε συμβεί; Πού είχε έλθει; 
Μα πώς;

Φασαρία μεγάλη 
πίσω του τον έκανε να γυρίσει να κοιτάξει. Ένα μεγάλο ξύλινο ιστιοφόρο ερχόταν να δέσει στην ίδια θέση με το ιστιοπλοϊκό του. 
Έτρεχε ο Γκρέγκορι φωνάζοντας εις μάτην.  Καλά δεν βλέπανε το ιστιοφόρο του; Θα έπεφτε επάνω του... μα... πρόσεχεεε, φώναζε τρέχοντας.
Η σύγκρουση ήταν αναμενόμενη αφού το πλοίο έπεσε με δύναμη στο σκάφος του. Σε λίγη ώρα τα δυο σκάφη μπάζανε νερά και το δικό του σαν πιο μικρό βυθίστηκε εκεί στο λιμάνι πρώτο. Ούτε αυτό ήταν ορατό στους ντόπιους, ως φαίνεται.  Τώρα ξέμεινε εκεί. Πού ήταν αυτό το εκεί; Δεν ήξερε να απαντήσει και δεν ήταν άνθρωπος που μπορούσε να ζει με αναπάντητα ερωτήματα. 
Η στενοχώρια του μεγάλη, του παρέλυε τα πόδια, έμεινε διπλωμένος εκεί στην άκρη, να αναθεματίζει το μυαλό του που δεν προνόησε, όταν κατάλαβε ότι δεν είναι ορατός στους ντόπιους, να πάρει το σκάφος του από εκεί. Και τώρα τι θα κάνει;

 Μα η φασαρία 
στο λιμάνι  μεγάλωνε, καθώς προσπαθούσαν να σώσουν τους ανθρώπους του πλοίου. Ενώ όλοι αναρωτιόντουσαν πλέον, τι ήταν αυτό που άνοιξε τρύπα στο ιερό ιστιοφόρο, όπως το ονόμαζαν. 
-Γρήγορα, να βοηθήσουμε τον Καρδινάλιο και τους άλλους επισήμους της Εκκλησίας, άκουσε τους ντόπιους να φωνάζουν
Πώς στο καλό θα φύγει; Πού θα πάει; Πώς να πορευτεί;

Ο Γκρέγκ 
προχώρησε για  να απομακρυνθεί  από τον κόσμο προσπαθώντας να  μην αγγίξει κανένα.
Είδε μπανάνες σε ένα αφημένο τελάρο και έκοψε μια, έται αφηρημένα, αλλά και για να ηρεμήσει το στομάχι του. Το μόνο που είδαν ήταν μια μπανάνα να αιωρείται και άκουσε τους σαστισμένους ντόπιους να φωνάζουν
-Της μάγισσας κόλπα είναι αυτά, της μάγισσας. Ευτυχώς σώθηκε ο Καρδινάλιος και θα την παλουκώσει και θα την κάψουμε να ησυχάσουμε
Τι στο καλό; σκέφτηκε ο Γκρέγκ. Καίνε ακόμη μάγισσες;
Σε άγριους τόπους ήλθα. Μάλλον με φέρανε σε άγριους τόπους και μακάρι να ήξερα ποιος.  Πρώτη φορά χάρηκε που δεν τον έβλεπαν. Ας κρατήσει αυτό, σκεφτόταν, θα είμαι πιο ασφαλής.

Με δειλά βήματα 
έφτασε ως την πλατεία του νησιού, που δεν ήταν φυσικά όπως τη θυμόταν. Πλίθινα σπίτια ήταν τριγύρω με αχυρένιες σκεπές, ενώ το Διοικητήριο, όπως έλεγε η πινακίδα, ήταν στη μέση του δρόμου.  Ο δρόμος χωμάτινος και άμαξες με ζώα κυκλοφορούσαν τριγύρω.
Τα πόδια του τα έσπρωχνε μια δύναμη προς το διοικητήριο. Δεν ήξερε γιατί πάει εκεί, αλλά μπήκε χωρίς κανείς να τον δει. Τι έψαχνε;  
Αποφαισμένος όμως,  θα το έφτανε ως το τέλος. 
Στο κέντρο της πλατείας είχαν στηθεί ξύλα πολλά, προφανώς για τη φωτιά  και μια εξέδρα για την Ιερά Εξέταση σίγουρα,  σε απόσταση ασφαλείας.
Προχωρώντας έφτασε στα μέσα δωμάτια του Διοικητηρίου. Άκουσε τους φρουρούς να συζητούν για τη φυλακισμένη και ότι πρέπει να της πάνε φαγητό, το τελευταίο της γεύμα. Πυρσοί αναμμένοι προσπαθούσαν να διώξουν το σκοτάδι, αλλά εκεί μέσα ήταν η κόλαση στη γη!
-Εγώ θα το πάω, είπε ο ένας, που δεν τη φοβάμαι, γιατί δεν πιστεύω ότι είναι μάγισσα.
-Κοίτα μην σ' ακούσουν, γιατί θα βρεθείς στην πυρά κι εσύ, σχολίασε ο συνάδελφός του
Ο Γκρέγκορι πήρε από πίσω τον φύλακα με το φαγητό. Το ένιωθε, ήλθε να δει τη μάγισσα.
Κατέβηκαν στα κάτεργα από απότομες σκάλες, λες και ήταν στο βάθος της γης.
-Έλα, σου έφερα φαγητό. Ήλθε το τέλος του μήνα. Βιάσου γιατί δεν έχεις καιρό, άκουσε τον φρουρό να λέει σε μια γυναίκα απροσδιόριστης ηλικίας από την ταλαιπωρία, τα βασανιστήρια, την έλλειψη ήλιου, τις κακουχίες. 

Να η μάγισσα 
σκέφτηκε ο Γκρεγκ και πόσο ''χριστιανικά '' της φέρθηκαν!
Όταν έφυγε ο φρουρός, ο Γκρεγκ πλησίασε τα κάγκελα της φυλακής.
- Μακάρι να με έβλεπες, της είπε περισσότερο μονολογώντας.
-Σε βλέπω κύριε. Ποιος είσαι;
Αναθάρρησε...
-Μόνο εσύ με βλέπεις. Άρα εσύ είσαι   ο λόγος που έφτασα στο νησί.
-Καλώς όρισες...από τα ρούχα φαίνεται πως δεν είσαι της εποχής μας
-Είσαι μάγισσα όντως; Με λένε Γκρέγκορι Ντιλ
-Ωωωω Ντιλ είναι και το δικό μου επίθετο. Δεν είμαι μάγισσα, απλά μελετώ τα βότανα πολλά χρόνια και βοηθώ ασθενείς. Οι ιεράρχες μας όμως, όταν είδαν ότι ανακούφιζα ασθενείς και από ασθένειες θανατηφόρες, πίστεψαν ότι τα βότανα που τους έδινα ήταν μαντζούνια του διαβόλου. 
Ο Γκρέγκορι κούνησε το κεφάλι του!
-Ώστε Ντιλ κι εσύ. Απορημένος  τη ρώτησε το μικρό της όνομα
-Μάρτζορι με λένε. Μάρτζορι Ντιλ το πατρικό μου . Του συζύγου μου που εκδιώχθηκε από εδώ μαζί με τον γιο μου, όταν με συνέλαβαν,   ήταν ...
-Κόουλ; Την πρόλαβε ο Γκρέγκορι. 
-Ναι Κόουλ, πώς το ξέρεις;
-Θεέ μου γι αυτό ήλθα εδώ. Το πορτραίτο  σου κοσμεί τον τοίχο του σπιτιού μου με τους προγόνους μου. Είμαστε συγγενείς...
Πρέπει να σε σώσω , να γλιτώσεις!
-Και πού θα πάμε; τον ρώτησε χαμογελώντας. Εσένα μπορεί να μη σε βλέπουν, εμένα όμως με βλέπουν.
-Θα κρυφτείς και θα βρω τρόπο να φύγουμε
-Από πού ήλθες; Τι χρονιά έχετε;
-21ο αιώνα έχουμε και εδώ από όσο κατάλαβα είναι 12ος αιώνας;
-Σωστά τα λες Γι αυτό θα φύγεις και δεν πρέπει να κάνεις κάτι, γιατί θα αλλάξεις το μέλλον
-Τότε γιατί ήλθα; Ποιος με έφερε εδώ;
-Δυνάμεις πάνω από μένα και σένα
-Γιατί όμως;
-Δεν ξέρω, το μόνο που θέλω είναι να πάρεις αυτούς τους παπύρους μη χαθούν. Είναι όλη η δουλειά που έχω κάνει για βότανα και φυτά και συνδυασμό τους, που γίνονται φάρμακα για ασθένειες δύσκολες, θανατηφόρες. Θα τα κάψουν κι αυτά όταν τα βρουν.
Και πρέπει να διαφυλαχθούν. Αυτά πρέπει να σώσεις!

Πήρε στα χέρια του 
ένα μεγάλο πάκο παπύρους που είχε κρυμμένους η πρόγονή του στο χώμα του κελιού. Τους ξεφύλλισε. Δεκάδες, εκατοντάδες ίσως φυτά με ζωγραφιές και ονομασίες ήταν το περιεχόμενό τους. Είχε και τα αποτελέσματα των συνδυασμών φυτών, είχε βότανα, είχε παρενέργειες, είχε δόσεις φυτών για φάρμακα... ήταν ένας θησαυρός.
Άνοιξε το αντιανεμικό μπουφάν του, έβαλε μέσα τους παπύρους και το έκλεισε καλά. Σούρωσε με το κορδόνι στη μέση και ήταν ασφαλισμένα τα έγγραφα της Μάρτζορι.
-Τώρα φύγε, δεν θέλω να με δεις να καίγομαι, φύγε και βρες τρόπο να επιστρέψεις στον κόσμο σου. Αρκεί βέβαια να κάνεις καλό με όσα σου έδωσα και θα βρεθεί τρόπος, να το ξέρεις.
Την κοίταξε με θλίψη. Άπλωσε το χέρι του και την άγγιξε. Προσπαθούσε να της δώσει κουράγιο. Πώς είναι να σε παλουκώνουν και να σε καίνε; Η καρδιά του μάτωνε με την αδικία και την κακία των ανθρώπων.
Κι όμως έφυγε με σκυφτό κεφάλι. Ναι, αν την έσωζε  ίσως θα άλλαζε το ρου της ιστορίας τους, της οικογενειακής. Και έπρεπε να γυρίσει. Η δουλειά του ήταν να φτιάχνει φάρμακα. Θα δικαίωνε τη πρόγονή του στο έπακρον. Θα βοηθούσε τον κόσμο. 

Βγήκε την ώρα 
που έρχονταν να την πάρουν. Στο λιμάνι, ξύλα επέπλεαν στη θέση του πλοίου που βυθίστηκε και ο κόσμος ήταν εξαφανισμένος. Θα είχαν πάει στην πλατεία να δουν την πυρά. Έκανε ένα βήμα να γυρίσει πίσω, να χει η δικιά του πρόγονος έναν δικό της κοντά της , αλλά δεν έπρεπε. Με σφιγμένη καρδιά γύρισε τη ματιά του στη θάλασσα. 
Τώρα έπρεπε να σκεφθεί πώς θα φύγει...
Ένα  ιστιοφόρο μικρό ήταν δεμένο στο λιμάνι . Το έλυσε, το πήρε και άρχισε να απομακρύνεται. Το μόνο που θα έβλεπαν θα ήταν ένα πλοιάριο να ταξιδεύει μόνο του.
 
Με την αγωνία 
στα ύψη, οδηγούσε το σκάφος στα ανοικτά, ενώ κοιτούσε πίσω του μήπως και φανεί κανείς να κυνηγήσει το πλοιάριο.
Ανοίχτηκε στο πέλαγος. Δεν είχε μηχανή να ταξιδέψει και ευχόταν να μη σταματήσει ο αέρας να το κινεί. Τα πανιά ήθελαν αέρα.



Δυο μέρες 
μετά, ξανά η δίνη μπροστά του. Ήταν εξαντλημένος, χωρίς νερό και φαγητό, μέσα στην κάψα του ήλιου και το βράδυ  να φοβάται να κοιμηθεί. Ξανά λοιπόν η δίνη...Αφέθηκε. Δεν τη φοβήθηκε.  Ένα σύννεφο σήκωσε το πλοιάριο ψηλά και μετά καταβυθίστηκε στον υδάτινο κόσμο. Έβλεπε το τείχος του νερού να τον περικλείει. Δεν πνιγόταν, το ένιωθε. Στριφογύριζε για λίγο και μετά πετάχτηκε με το ιστιοφόρο του στην επιφάνεια. Όλα ησύχασαν.  
Το Λιμενικό με ελικόπτερα και Ντρόουν,  όργωναν τον ουρανό και τη θάλασσα για να τον βρουν.
Τι στο καλό; Βρίσκεται μέσα στο ιστιοπλοϊκό του; Είναι γερό και όλα έγιναν όπως πριν.
Είναι ζωντανός, είναι καλά, αλλά τρομαγμένος και ταλαιπωρημένος. Έβλεπε όνειρο;
Τίποτε δεν συνέβη από όσα έζησε;
Ψαχουλεύτηκε μέσα από το αντιανεμικό μπουφάν του.
Ω, οι πάπυροι είναι εκεί σώοι και γεροί.



Τον είδαν.
 Επιτέλους βρίσκεται στον κόσμο του, στην εποχή του. Όλα έγιναν όπως πριν. Εκτός από τα φυτά και τα βότανα της Μάρτζορι, μα αυτό κανείς δεν θα το μάθαινε.
Στους δημοσιογράφους που τον βομβάρδιζαν με ερωτήσεις , αλλά και στους διασώστες και στο Λιμενικό είπε  ότι η δίνη τον ξέβρασε. Ως εκεί. Τα υπόλοιπα ήταν της δικής του προσωπικής ιστορίας.

 Τα επόμενα χρόνια 
θα γράφονταν βιβλία για το θαύμα της επιβίωσής του από τη δίνη του Ειρηνικού. Η φαντασία των συγγραφέων οργίαζε, μα κανενός δεν πλησίασε την αλήθεια.
Η φαρμακοβιομηχανία του έκτοτε, ασχολήθηκε με έρευνες σε φυτά και βότανα για την παραγωγή νέας σειράς φαρμάκων για επικίνδυνες για τη ζωή ασθένειες.
''Ως φαίνεται, η περιπέτεια του κ Ντιλ τον οδήγησε σε νέα μονοπάτια για τη βελτίωση της ζωής των ανθρώπων', εξηγούσαν δημοσιογράφοι και ερευνητές.
Ο Γκρέγκορι τα διάβαζε και χαμογελούσε.
Οι πάπυροι της Μάρτζορι έμειναν προστατευμένοι


Αυτή είναι η συμμετοχή μου στο Μια Ιδέα- Μια Εμπνευση #3 που διοργανώνει το Ηδύποτον και ο ιδιοκτήτης του ο φίλος Γιάννης,
Ευχαριστώ Γιάννη για την ευκαιρία να βάλω σε κίνηση τη φαντασία μου/. Ελπίζω να σας άρεσε
Οι εικόνες είναι από το διαδίκτυο και τα δικαιώματα ανήκουν στους δημιουργούς τους.



'' Το μικράκι του παππού'' -ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟΥ / Συμμετοχή

 Δεν νομίζω να λείπει από  σπίτι αυτή η υπέροχη συσκευή που παρόλο που η τηλεόραση στρογγυλοκάθισε στα σπίτια μας, το ραδιόφωνο εξακολουθεί να έχει τους εραστές του.


Στο σπιτι μας δεν επαψε ποτέ να παίζει ένα ραδιόφωνο. Η λατρεία της μητέρας μου, ήταν τόσο μεγάλη που μ' αυτό   ξυπνούσε και μ'αυτό κοιμόταν.  Κι όχι σιωπηλά. Πάντα  είχε ένα σταθμό και άκουγε διάφορα. Είχε δε όλα τα μεγέθη τα ραδιόφωνα. Για να μπορεί να τα παίρνει σε κάθε δωμάτιο που ήταν. Εκπομπές ενημερωτιές, ειδήσεις, πολιτικές συζητήσεις, τραγούδια, θεατρικά έργα, ό,τι βάζει ο νους σου  άκουγε. Και ένα ''χαμηλωσε το λίγο'' ακουγόταν συχνά όταν ήμουν παιδί. Τόσο το αγαπούσε που της βάλαμε το τελευταίο της μικρό ραδιοφωνάκι μαζί της, στην τελευταία της κατοικία.

Που λες, την ίδια αγάπη, λατρεία πες πιο σωστά, είχε και ο πατέρας της. Ο παππούς μου βέβαια είχε ένα μόνο μικρό, με μπαταρίες και το πρόσεχε σαν μικρό παιδί. 

Από τότε που βγήκε στη σύνταξη άκουγα τη γιαγιά να λέει ότι στις 5 το πρωί ξυπνούσε ο παππούς κάθε μέρα. Αν ήταν βαρύς χειμώνας έμενε στο σπίτι και κλεινόταν στην κουζίνα με το ραδιοφωνάκι του ανοικτό να πίνει τον καφέ του. Μην ξυπνήσει και τη γιαγιά τόσο πρωί. 

Μόλις όμως ο καιρός εφτιαχνε, ειδικά άνοιξη, καλοκαίρι και φθινόπωρο, έβγαινε έξω. Ακόμη δεν είχε ξημερώσει και με το ραδιοφωνάκι του μαζί, πηγαινε στην  πλατεία. Είχε το δικο του παγκάκι που καθόταν με θέα το δρόμο, που εκείνη την ώρα μόλις άρχιζε να ζωντανεύει. Άνοιγε το ραδιόφωνο και το τοποθετούσε δίπλα του, σαν να καθόταν ένας φίλος που δεν είχε. Καμιά φορά μας παραπονιόταν ότι έκανε παράσιτα και η κεραία του δεν επαρκούσε, αλλά δεν έπαυε να το παίρνει κάθε πρωί αξημέρωτα συντροφιά.

Η μητέρα μου που είχε ολα τα μεγέθη, του έλεγε να την αφήσει να του πάρει ένα καλύτερο, αλλά εκείνος επέμενε να μη δέχεται παρά μόνο αν χαλάσει το μικράκι του.

Πάντα στην τσέπη του είχε και εφεδρικές μπαταρίες για να μην ξεμείνει. Έμενε έτσι, να ακούει τραγούδια ή τον παρουσιαστή να μιλάει, και το βλέμμα του πλανιόταν στην κίνηση, ενώ το αυτί του ήταν προσηλωμένο στο παγκάκι δίπλα του.
Περίμενε και τον κουλουρτζή που με την τάβλα στο κεφάλι  και το τρίποδο στον ώμο πήγαινε για το πόστο του. Τον σταμάταγε και έπαιρνε δυο κουλούρια, ένα για εκείνον και ένα άλλο γι αργότερα, για τα περιστέρια. Ξυπνούσαν κι αυτά και θέλανε να φάνε το πρωινό  τους.
Μια μέρα συνηθισμένη, φώναξε τον κυρ Θανάση να σταματήσει για τα κουλούρια του. Είχε μάθει και το όνομά του. Όταν γύρισε προς το παγκάκι του, είδε ένα παλικαράκι να τρέχει με το ραδιοφωνάκι του στο χέρι. Πω πωπω τι ήταν αυτό για τον παππού;
Σήκωσε την πλατεία στο πόδι με τις φωνές. Και να πεις πως είχε αξία; Να πεις ότι ήταν κάτι που δεν μπορούσε να ξανααγοράσει; Κι όμως, ήταν σαν άρρωστος. Με συρτά βήματα γύρισε στο σπίτι έτσι κατηφής, με το κεφάλι κατεβασμένο που η γιαγιά τρόμαξε. 
''Τι έχεις Αντρέα; Να πάρουμε το γιατρό; Κάτι έχεις, δεν φαίνεσαι καλά''
Με τα πολλά τον άκουσε να ψελλίζει πως του κλέψανε το ραδιόφωνο.
''Άντε καημένε και με κοψοχόλιασες, σιγά το θησαυρό που έχασες''...
Μα κατανόηση καμιά;; σκεφτόταν ο παππούς. Έτσι πήρε την κόρη του τηλέφωνο, τη μητέρα μου. Της είπε τα νέα, ναι ήταν ώρα για το καλύτερο ραδιόφωνο που υποσχόταν να του πάρει. Αλλά το μικράκι του του λειπε.
Το απόγευμα η μητέρα μου πήγε στο σπίτι των γονιών της με το δώρο της και με τις μπαταρίες του νέου ραδιοφώνου, μπόλικες για πολύ καιρό. 
Του έδειχνε τη λειτουργία του, πόσο καθαρά ακούγεται η φωνή, το τραγούδι, ο ήχος αλλά εκείνος- νωρίς ήταν ακόμη, -  δεν το ευχαριστιόταν όπως έπρεπε. ''Και το μικράκι μου επιανε καλά αυτό το σταθμό...και το μικράκι είχε καμπανα ήχο αλλά πάλιωσε....και το μικράκι ήταν τόσο βολικό...και...και΄΄ακόμη πενθούσε!
Από τότε, είχε πρόσθετο λουρί στο ραδιοφωνό του, που το χε περασμένο στο χέρι του. Και δεν το άφηνε πλέον στο παγκάκι όταν αγόραζε τα κουλούρια του. Φυσικά και δεν έπαψε να πηγαίνει στην πλατεία.
Εκείνος συνέχιζε να ακούει τις πρωινές του εκπομπές αλλά το μάτι του έκοβε δεξιά και αριστερά πλέον, μπας και συναντήσει το νεαρό που του έκλεψε το μικράκι του.




Αυτή είναι η συμμετοχή μου στο νέο δρώμενο της Μαρίας Νικολάου με ''  Το Κείμενο'' της., Ιστορίες Ραδιοφώνου


Ευχαριστώ πολύ Μαρία μου για την ευκαρία να γράψω και κυρίως να μπω να ξαραχνιάσω. 

"Μια Ιδέα-Μια Έμπνευση" Δεύτερος κύκλος/ Συμμετοχή


από το διαδίκτυο και τα δικαιώματα ανήκουν στους δημιουργούς της




Κεντρική Ιδέα Πλοκής

Το παλιό οικογενειακό σπίτι στο ορεινό χωριό, έχει την αγάπη σας αλλά περιμένει και τη φροντίδα σας. Η κατάστασή του είναι κακή και εσείς σχεδιάζετε να το ανακαινίσετε. Βρίσκεστε ήδη εκεί αλλά ένα αναπάντεχο πρόβλημα καθιστά άμεσα αναγκαία την επίλυσή του. Ο μοναδικός / μοναδική, από τη γειτονική κωμόπολη, που θα ανέβει στο σπιτικό προκαλεί πραγματικό σοκ με την άφιξή του / της. Ίσως να μη περιμένατε ποτέ να βρεθεί απέναντί σας. Η ξαφνική χιονοθύελλα έχει τα δικά της σχέδια και θα σάς αναγκάσει να μείνετε εκεί, στον ίδιο κλειστό χώρο μέχρι να απεγκλωβιστείτε. Η νύχτα και το παρελθόν έρχεται ξανά. Τι μπορεί άραγε να κουβαλάει αυτό το πρόσωπο; Είχατε ποτέ σχέση μαζί του; ή μήπως προκύπτει μια έμμεση σχέση μαζί του; Τι μπορεί να φέρει; Τι μπορεί να αλλάξει; Μπορείτε να το αφήσετε στην άκρη;



                                                    ΟΛΑ ΣΤΟ ΦΩΣ

-ΝΑ ΜΗ ΞΑΝΑΠΛΗΣΙΑΣΕΙΣ ΤΗΝ ΚΟΡΗ ΜΟΥ, ΑΚΟΥΣ; ΔΕΝ ΘΑ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΕΨΩ ΠΟΤΕ ΝΑ ΜΠΕΙ ΣΕ ΤΕΤΟΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ  ΣΑΝ ΤΗ ΔΙΚΗ ΣΟΥ.
 Αυτά τα  λόγια, οι φωνές μάλλον του πατέρα της Ελίνας αντηχούν στα αυτιά του, όλη την ώρα που οδηγεί. 
 Και ήταν τόσο όμορφη βραδιά, παρόλο το κρύο.  Θα συναντούσε τους  γονείς  της αγαπημένης του για πρώτη φορά.   Η μητέρα της είχε σκύψει το κεφάλι καθ' όλη τη διάρκεια της συζήτησης, αποφεύγοντας το βλέμμα της κόρης της. Αλλά ο πατέρας της ωρυόταν. 

Κάποιος 
του αναβόσβηνε τα φώτα πίσω... ναι έπρεπε να αυξήσει ταχύτητα, γιατί οι σκέψεις του κόντευαν να σταματήσουν το αμάξι.
Σουρούπωνε πια σιγά σιγά, και ανεβαίνοντας για το χωριό, σκαρφαλώνοντας στην πλαγιά του βουνού για το πατρικό σπίτι, το κρύο άρχισε να γίνεται εντονότερο. Μετά τη δεύτερη   στροφή, άρχισε και η χιονοβροχή.
Είχε ντυθεί ζεστά, αλλά ήταν παγωμένος ως το κόκκαλο. Η ψυχή του είχε τρομάξει από το μίσος που είδε στα μάτια του πατέρα της αγαπημένης του. Γιατί;

Μια χαρά οικογένεια είχε, έναν πατέρα εργατικό και έντιμο, η μητέρα του όσο ζούσε, πάντα ασχολιόταν με   φιλανθρωπικές δράσεις. Κι εκείνος, ο μοναχογιός τους, ποτέ δεν έδωσε δικαιώματα για έναν άσχημο λόγο.
  Κανένας ποτέ δεν του είπε άσχημη κουβέντα για την οικογένειά του. Τι ήταν όλη αυτή η κακία του πατέρα της Ελίνας;  

Τα δέντρα αραίωναν λίγο, άρα πλησίαζε  την μεγάλη στροφή, την τελευταία, που θα τον έβγαζε στο χωριό. Ένα μεγάλο χωριό που τώρα τα περισσότερα σπίτια του παρέμεναν κλειστά. Το καλοκαίρι έσφυζε από ζωή, αλλά το χειμώνα ερημιά και μοναξιά .
Πλατάνια τεράστια αγκάλιαζαν τα πετρόχτιστα σπίτια, ενώ το ποτάμι τους, ο θεός ποταμός όπως τον έλεγαν, κυλούσε με ορμή στα πόδια τους.

Στην άκρη του χωριού, 
τελευταίο στην πλαγιά ήταν το πατρικό του. Ήθελε συντήρηση. Εκείνος θα πλήρωνε τις επισκευές, αλλά παρακάλεσε τον πατέρα του να επιβλέπει. Βλέπεις, ο ένας είναι εργαζόμενος και ο άλλος συνταξιούχος, έτσι του είπε και έκαμψε τις αντιρρήσεις του. Τώρα που το θυμήθηκε, δεν ήθελε ο πατέρας του να το φτιάξουν. Είχε αντιρρήσεις όντως, δεν πήγαινε στο χωριό για πολλά χρόνια, ούτε διακοπές έκαναν εκεί,  με τη δικαιολογία ότι το σπίτι ήταν ακατοίκητο και εγκαταλειμμένο. Το κληρονόμησε ο Στέφανος από τον παππού Στεφανή, αλλά μετά το θάνατο του παππού, που έφυγε ξαφνικά, δεν ξαναγύρισαν ποτέ. Απορίας άξιον.

Τα φώτα του αυτοκινήτου 
ήταν τα μόνα που τρύπαγαν το σκοτάδι,  στο μοναδικό δρόμο   του χωριού, ενώ σκαλοπάτια ή ανηφορικά μονοπάτια στο πλάι, οδηγούσαν πιο ψηλά. Ξαφνικά ένα μπουρίνι ξέσπασε.
Δυνατός άνεμος και χιόνι κανονικό πλέον, έδερνε όλο το χωριό. Χρειάστηκε να κρατήσει το τιμόνι γερά και να επιταχύνει για να φτάσει στο σπίτι.
Σκοτάδι και παγωνιά. Δεν φαινόταν ψυχή στο σπίτι. Τα οικοδομικά υλικά στην αυλή και το αμάξι του πατέρα του στο γκαράζ, εμπόδιζαν τον Στέφανο να παρκάρει. Ας μη γίνει κάτι άσχημο και  πάθει ζημιά το αμαξάκι του, καινούργιο ήταν.  Με μεγάλη προσοχή προχώρησε προς το σπίτι γιατί η χιονοθύελλα είχε αγριέψει. Είχε αλλάξει η πόρτα, και τα κουφώματα αλλά και  τα παράθυρα, όλα  ήταν καινούργια. Γερό ξύλο να ταιριάζει με την πέτρα, έτσι ήθελε.
Χτύπησε δυνατά την πόρτα. Έπεφτε το χιόνι αλύπητα. Ο άνεμος το στροβίλιζε προς όλες τις κατευθύνσεις. Ο πατέρας του είχε έλθει στο σπίτι, όταν θα άλλαζαν τα κεραμίδια. Ελπίζω να έχει τελειώσει η δουλειά γιατί απόψε τίποτε δεν θα μείνει όρθιο, σκεφτόταν. Τα κλαδιά των δέντρων λύγιζαν υποκλινόμενα στη δύναμη του ανέμου.

Η πόρτα άνοιξε 
και ένας απορημένος πατέρας κοιτούσε το γιο του με τα μαλλιά ανάκατα, το χιόνι να προσπαθεί  να μπει στο σπίτι και τον άνεμο να ουρλιάζει.
-Τι θες εδώ τέτοια ώρα και με τέτοιο καιρό παιδί μου;
-Θα τα πούμε πατέρα, γιατί είσαι όμως σκοτεινά;
-Κόπηκε το ρεύμα και δεν ξέρω πότε θα έρθει. Εδώ πάνω κατά την άνοιξη έρχονται οι τεχνικοί. 
-Πήρες τηλέφωνο; 
-Δεν πιάνει το κινητό μου παλικάρι μου με την πρώτη κακοκαιρία. Γνωστό αυτό. Έλα κοντά στο τζάκι να ζεσταθείς. 
Ένα- δυο κεριά ήταν αναμμένα, ενώ μια σόμπα υγραερίου προσπαθούσε να ζεστάνει το χώρο μαζί με το τζάκι.
Κάθισαν κοντά -κοντά πάνω στο κιλίμι το μάλλινο. Εκεί είδε και ένα στρώμα που μάλλον κοιμόταν δίπλα στο τζάκι ο πατέρας του
-Εδώ κοιμάσαι;
- Ε ναι.. δεν έχουμε θέρμανση και μέχρι να εγκατασταθεί γιε μου, τι ήθελες να ξυλιάσω; Η σόμπα που έφερες δεν αρκούσε.
-Αχ βρε πατέρα δεν το σκέφτηκα ότι η σόμπα  δεν θα σε ζέσταινε. Με συγχωρείς, δεν το δρομολόγησα καλά, έπρεπε να ξεκινήσουν οι δουλειές άνοιξη. 
-Δεν πειράζει αγόρι μου, ηρεμία και μοναξιά αν και οι εργάτες μέχρι προχθές έρχονταν ως το μεσημέρι. Ευτυχώς τελείωσαν τα κεραμίδια, έγινε καλή δουλειά και θα έλθουν πλέον για τα πατώματα…   

Τα ξύλα έκαιγαν στο τζάκι  κι η χιονοθύελλα ωρυόταν περιδιαβαίνοντας τα σοκάκια του χωριού.

-Θέλω να μιλήσουμε 
πατέρα... του είπε κάποια στιγμή.
Αφού του διηγήθηκε τι έγινε στην πρώτη του γνωριμία με τους γονείς της Ελίνας,  είπε, κομπιάζοντας είναι η αλήθεια, το κατηγορώ του πατέρα της.
Ο γεροπατέρας του,  τα ‘χασε, απόρησε, έσμιξε τα φρύδια και κοιτούσε κατάματα τον γιο του.
-Γιατί; Γιατί μας κατηγορεί; Σου είπε;
-Μου είπε να σε ρωτήσω, αλλά εκείνος δεν   είπε τίποτε.
-Πώς τον λένε; Από πού μας ξέρει;
-Είναι από την Ωραιοπηγή πατέρα, το διπλανό χωριό, αλλά δεν έχουν περιουσία, ούτε σπίτι εκεί και δεν έχει πατήσει το πόδι του από τα μικρά του χρόνια.
 Σπύρο Καληφωτά τον λένε...
Ησυχία απόλυτη μόνο οι ανάσες τους ακούγονταν.
Μα τι έπαθε ο πατέρας του ξαφνικά;  Πετάχτηκε ορθός με γουρλωμένα μάτια κοιτούσε δεξιά και αριστερά. Δύσπνοια έχει; ...λες να πάθει κάτι και είμαστε τέρμα θεού εδώ πάνω.  Μην  πάθει τίποτε σε παρακαλώ Θεέ μου, προσευχόταν ο Στέφανος,  προσπαθώντας να ηρεμήσει τον πατέρα του.
-Έλα κάτσε εδώ... στα ζεστά, να, λίγο νερό να συνέλθεις. Άσε να περάσει η βραδιά και τα λέμε από αύριο. Είσαι καλύτερα;
Ο πατέρας του δεν ξαναμίλησε. Ξάπλωσε καταγής στο στρώμα του, σκεπάστηκε και έκλεισε τα μάτια. Ήταν μόνο 9 το βράδυ αλλά μετά από λίγο,   τον πήρε ο ύπνος αμέσως. Ας είναι καλά τα χάπια. Κοιμόταν ήρεμα και ανέπνεε πάλι φυσιολογικά...  
 
Την άλλη μέρα το πρωί, 
η χιονοθύελλα είχε κοπάσει, αλλά τα πάντα ήταν κάτασπρα.  Ο Στέφανος κοιμήθηκε σε υπνόσακο  δίπλα στο τζάκι, ξυπνώντας συχνά για να βάλει κάποιο ξύλο στη φωτιά και να αφουγκραστεί τον πατέρα του. Πέρασε η νύχτα.
Με τον καφέ στο χέρι άνοιξε το παράθυρο να απολαύσει τη θέα. Ναι, αγαπούσε αυτή τη θέα του χωριού. Ο πατέρας του έπινε τον δικό του καφέ αμίλητος. Του έδειξε τι είχε φτιαχτεί στο σπίτι και τον ρώτησε τι ήθελε να φάνε. Θα μαγείρευε στο τζάκι σούπα  με λαχανικά και θα ήταν η πιο νόστιμη που είχε φάει, έτσι του είπε.  Κωλυσιεργούσε με διάφορες ασχολίες ωσότου έφτασε το μεσημέρι.
-Και τώρα πατέρα αφού φάγαμε και είμαστε ήρεμοι θες να μιλήσουμε λίγο για τους Καληφωτάδες; Ε; Χωρίς άγχος και στενοχώρια. Απλά ... ξέρω πατέρα μου ό,τι ξέρεις γιατί  μας κατηγορεί ο πατέρας της Ελίνας, είμαι σίγουρος ότι κάτι μου έχεις κρύψει. Τι λες;

Ναι ήρθε λοιπόν η ώρα... 
θα του τα έλεγε όλα, είχε δικαίωμα  να μάθει, μόνο να... ας μην έβλεπε την απαξίωση στο βλέμμα του παιδιού του.
-Εδώ γεννήθηκα γιε μου όπως ξέρεις, ζούσαμε ανεκτά εγώ, ο μεγάλος μου αδελφός και οι γονείς μας. Μα ήλθε ο πόλεμος. Δεν θυμάμαι και πολλά, ήμουν πολύ μικρός, αν και ξέρω ότι ο πατέρας μας δεν πήγε στον πόλεμο. Ένα ελαττωματικό πόδι τον εμπόδισε να πολεμήσει.  Ως ότου ήλθαν εδώ οι Γερμανοί. 
 
Η φωνή του γέροντα έβγαινε ψιθυριστή. 
Ο Στέφανος δεν τον διέκοπτε καθόλου, ούτε ερωτήσεις έκανε, μόνο άκουγε προσεκτικά μια περίοδο της ζωής του πατέρα του που δεν είχε ξανακούσει. Όποτε  τον ρωτούσε σαν παιδί  για να μάθει για τα παιδικά του χρόνια, έπαιρνε την ίδια απάντηση ''...δεν ήταν τίποτε σπουδαίο η παιδική μου ηλικία, σχολείο, παιχνίδι, σπίτι, χωράφια''. Έτσι ακριβώς του απαντούσε με την ίδια σειρά και έκοβε κάθε ενδιαφέρον για άλλες ερωτήσεις.
Ο αδελφός ο μεγάλος αρρώστησε με πνευμόνια και πέθανε. Η μάνα του, η γιαγιά του Στέφανου, δεν άντεξε το χαμό και μετά από 6  μήνες χάθηκε και αυτή. 
Και οι κατακτητές έκαναν τα δικά τους, όπως σε κάθε περιοχή της χώρας μας...
Λέξεις ψιθυριστές συμπλήρωναν  το πάζλ της ζωής του πατέρα του Στέφανου. Λόγια κομπιαστά έβγαιναν από το στόμα του, με παύσεις  ανάσας κουράγιου. Ο πατέρας  συνέχιζε ψιθυριστά και η μια λέξη μετά την άλλη χτίζανε την περασμένη ζωή που δεν ήταν καθόλου αξιέπαινη.

Ο Στέφανος αφουγκραζόταν τους χτύπους της καρδιάς του. 
Τι είπε μόλις ο πατέρας του; Ο παππούς ήταν καταδότης των Γερμανών; 
Μα πώς είναι δυνατόν; ψέλλισε.
-Δεν τα ήξερα αγόρι μου, τα έμαθα από τον ίδιον τον Καληφωτά, που μου τα είπε μετά το θάνατο του παππού σου.
-Και τον πίστεψες; Χωρίς αποδείξεις;
-Αλήθεια είπε γιε μου. Βρήκα μετά ένα γράμμα του πατέρα μου σε ένα σεντούκι που είχε μέσα κοσμήματα. Όσα είχαν περισσέψει από τη πώληση που έκανε ο παππούς σου. Βέβαια στο γράμμα γράφει ότι τα κοσμήματα του τα έδιναν οι Γερμανοί ως πληρωμή που ήταν διερμηνέας, ήξερε γερμανικά καλά, αλλά και ως αμοιβή γιατί πλήρωνε η κάθε οικογένεια για να ελευθερώσουν τους συλληφθέντες. Είπε ότι ήταν υποχρεωμένος να τα πάρει από τους ίδιους τους κατακτητές. Μα ο Καληφωτάς μου είπε ότι ο χαμός του αδελφού του που ενεπλάκη σε δολιοφθορά ήταν έργο του παππού σου. Αυτός τον πρόδωσε. Και τον πιστεύω γιε μου, γιατί μου ομολόγησε ότι εκείνος  έσπρωξε τον πατέρα μου στο γκρεμό, από εκδίκηση.
Εκείνος τον σκότωσε γιε μου. Αλλά δεν τον κατήγγειλα. Είχε τα δίκια του. Από τότε δεν ξαναπάτησα στο χωριό μόνο μια φορά που βρήκα το σεντούκι και τα χρυσαφικά τόσων ανθρώπων. Δοσίλογος ήταν ο πατέρας μου και ντρέπομαι πολύ. Μα δεν το ξερα, δεν το ξερα, επαναλάμβανε στο Στέφανο.

Δυο μέρες αμίλητοι 
πέρασαν στο σπίτι ως ότου τακτοποιήσει ο Στέφανος τις δουλειές του. Μιλούσαν μόνο  για τα απαραίτητα.  Φύγανε και οι δυο από εκεί για πάντα.

Ένας χρόνος μετά
Στην κηδεία του πατέρα του Στέφανου που τον πρόδωσε η καρδιά του, 6 μήνες μετά τη βραδιά των αποκαλύψεων, πολλοί άνθρωποι έδωσαν το παρόν. Και μετά ο Στέφανος ήταν έτοιμος να φύγει για πάντα από την Ελλάδα. Θα πήγαινε στις ΗΠΑ, να δουλέψει, να φτιάξει τη ζωή του εξαρχής.

Όλα τα είχε πουλήσει, 
όλη την περιουσία τους την ρευστοποίησε και  έδωσε τα χρήματα, παρουσία του Δημάρχου των χωριών τους , παρουσία του παππά και δυο μεγάλων σε ηλικία συγχωριανών τους,  που ήξεραν ποιες οικογένειες είχαν χάσει ανθρώπους και περιουσίες εξαιτίας του παππού. Να μοιραστούν  στους απογόνους ως μια μικρή συγνώμη κι ας μην ήξερε ο ίδιος τίποτε.
Τότε ήταν που έπαθε το έμφραγμα ο πατέρας του Στέφανου. Όταν είδε την εταιρεία του και την περιουσία τους να ρευστοποιείται. 
Όταν ρώτησε αν τον θεωρεί υπεύθυνο ο γιος του για όσα έκανε ο παππούς και πήρε την απάντηση που τον  πόνεσε
-Δεν ήξερες, σε πιστεύω, δεν έφταιγες πατέρα, αλλά έγινες συνένοχος. Όταν έμαθες, συνέχιζες να ζεις με οικονομική άνεση που στηρίχτηκε στην περιουσία του πατέρα σου. Άρα;;
Ο Στέφανος γέμισε τύψεις γιατί στενοχώρησε τόσο τον πατέρα του που αρρώστησε και πέθανε. Αλλά η αλήθεια ήταν αυτή και εκπτώσεις δεν γίνονταν.

Με την Ελίνα 
είχαν χωρίσει. Του Στέφανου πρωτοβουλία. Τους επισκέφτηκε και τους μίλησε έξω από τα δόντια.
-Δεν μπορούμε να στηρίξουμε μια νέα ζωή πάνω σε αποκαΐδια. Εγώ εγγονός ενός δοσίλογου...
-Το έλεγα εγώ, επιτέλους το παραδέχεσαι, φώναζε ο Καληφωτάς
-Κι εσύ Ελίνα, κόρη ενός δολοφόνου. Τι σπιτικό θα ανοίξουμε;
Δεν έμαθε ποτέ τι αντίκτυπο είχαν τα λόγια του στην οικογένεια της Ελίνας... μόνο το κλάμα της θα θυμόταν για πάντα, μα ήταν γεμάτος από θυμό, τύψεις, ντροπή και πόνο ψυχής.
Γι αυτό θα έφευγε 
για πάντα. Ίσως ξεχνούσε, ίσως έκανε μια νέα αρχή στη ζωή του. Ποιος ξέρει;
Έπρεπε να κλείσει την πόρτα του χθες και να ανοίξει του αύριο, αλλά μακριά από εδώ!



Αυτή ήταν η συμμετοχή μου στο δρώμενο του Γιάννη και του Ηδύποτον, ''Μια ιδέα- Μια Έμπνευση'' #2ος
Εδώ παρουσίαζονται όλες οι συμμετοχές μας

Ευχαριστώ πολύ Γιάννη για την όρεξη που έχεις να δημιουργείς και να μας παρακινείς και εμάς δημιουργικά.