Ο Γκρέγκορι Ντιλ,
επιφανής οικονομικός παράγοντας της χώρας του και ιδιοκτήτης φαρμακοβιομηχανίας, έβαλε τις τελευταίες υπογραφές και ετοιμάστηκε να φύγει από την εταιρεία του. Το κινητό άναψε και ήχησε. Ένα μήνυμα φάνηκε αγνώστου αποστολέα “Φτάνει στο τέλος του μήνα. Πρέπει να βιαστείς. Δεν υπάρχει πια χρόνος”
-Μπα , τι είναι αυτό; Κάποιο λάθος θα ναι, έσβησε το μήνυμα και έδωσε τις τελευταίες εντολές στην γραμματέα του.
Το κινητό ήχησε ξανά και το φως του τρεμόσβησε. Τα γράμματα αναβόσβησαν και τέλος έμειναν σταθερά να επαναλαμβάνουν τα ίδια λόγια ''Φτάνει στο τέλος του μήνα. Πρέπει να βιαστείς. Δεν υπάρχει πια χρόνος''.
Απόρησε και εκνευρίστηκε. Γρήγορα πήγε στο τμήμα πληροφορικής και έδωσε το κινητό του στον προγραμματιστή του. Ελαφρώς θυμωμένος με τα συνεχή μηνύματα, είπε στον υπάλληλο
- Βρες μου τι συμβαίνει με αυτό το μήνυμα!
Ο υπάλληλος
του τμήματος, με τα πλέον σύγχρονα μηχανήματα μπροστά του, που θα ζήλευε ίσως και η μυστική υπηρεσία, έψαξε, είδε χάρτες, τριγωνομέτρησε το σήμα που έλαβε όταν ξαναεμφανίστηκε το ίδιο μήνυμα και ειδοποίησε το αφεντικό του ότι κινητό δεν μπορεί να ανιχνευτεί, αλλά το σήμα έρχεται από ένα νησάκι του Ειρηνικού, έναν επίγειο παράδεισο για τους πλούσιους παραθεριστές. Το Λιτλ, που είχε φυσική ομορφιά και καταπράσινα νερά, το ήξερε, είχε κάνει διακοπές εκεί.
Ποιος του έστελνε από εκεί μήνυμα; Ποιος φτάνει;
Ως το βράδυ και την άλλη μέρα βομβαρδιζόταν από το ίδιο μήνυμα κάθε δυο λεπτά.
Θα πήγαινε εκεί να δει, να μάθει, να καταλάβει τι συμβαίνει. Έτσι κι αλλιώς διακοπές ήθελε να κάνει κάπου, έστω μόνος, να χαλαρώσει, να ηρεμήσει το μυαλό του.
Χήρος αρκετά νωρίς,
έχασε την μεγάλη αγάπη της ζωής του και συνειδητοποίησε πόσο αδύναμος είναι, αν και παράγει φάρμακα, να βοηθήσει την γυναίκα του και άλλους ανθρώπους που μαστίζονταν από επικίνδυνες νόσους.
Στο νησί δεν ήθελε να ξαναπάει, του θύμιζε εκείνη που έφυγε νωρίς, χωρίς να προλάβουν να αποκτήσουν παιδιά. Αλλά να, που θα πήγαινε τώρα.
Θυμόταν ότι στο Λίτλ είχαν πάει με το ιστιοπλοϊκό του. Το λιμάνι ήταν γεμάτο με πλοιάρια αναψυχής και γιότ. Γι αυτό δεν πήρε άδεια να δέσει εκεί, οπότε αναγκάστηκε να ρίξει άγκυρα στο διπλανό νησί, αρόδο. Έμειναν σε εκείνο το νησάκι δυο μέρες και μετά πήραν το πλοίο για το Λιτλ. Θυμάται, μόλις έστριψαν στον κόλπο για να μπουν στο λιμάνι, φάνηκε η ομορφιά του νησιού και τους έκοψε την ανάσα. Η γυναίκα του είχε πει ότι η φύση στο Λιτλ κάνει πάρτι κάθε μέρα. Ζέστη πολλή είχε όλες τις ημέρες που έμειναν εκεί, απόλαυσαν τη θάλασσα και θαύμαζαν την γαλήνια ατμόσφαιρα του νησιού.
Τώρα,
θα πήγαινε με το ιστιοπλοϊκό του. Μόνος!
Τακτοποίησε εκκρεμότητες και έδωσε άδεια στον καπετάνιο του, θα κουμάνταρε μόνος του το σκάφος. Ήταν γνώστης και καλός μάλιστα.
Πήρε προμήθειες, ενημερώθηκε για τον καιρό, ενημέρωσε λιμενικό και έφυγε ένα πρωινό με ασυννέφιαστο ουρανό και γαλήνια θάλασσα. Ήθελε αέρα για να ανοίξει τα πανιά, αλλά προς το παρόν δούλευε τη μηχανή.
Είχε τρεις μέρες ταξίδι ως να φτάσει. Και θα έφτανε στο τέλος του μήνα, σκέφτηκε.
Με τα πανιά πλέον, απολάμβανε την ηρεμία του ωκεανού, άδειαζε το μυαλό του από τις έγνοιες, ενώ το μήνυμα έπαψε να έρχεται τη δεύτερη μέρα του στη θάλασσα. Λες και αυτός που το έστελνε, να γνώριζε για το ταξίδι του.
Στις ώρες αυτές
της γαλήνης, αναμνήσεις ξεπηδούσαν από άλλα ταξίδια που είχε κάνει με την αγαπημένη του. Θυμόταν συζητήσεις τα βράδια με το ποτό στο χέρι και με το φως του φεγγαριού παρέα. Θυμόταν τα γέλια που έκαναν με τα αστεία του. Τον αποκαλούσε τον προσωπικό της κωμικό ηθοποιό... αλήθεια, πόσο άλλαξε από τότε. Ένα δάκρυ κύλησε και το άφησε να στεγνώσει στον αέρα του ωκεανού.
Την τελευταία μέρα
πύκνωσαν ξαφνικά τα σύννεφα. Ο ουρανός είχε πάρει ένα μπλαβί χρώμα. Αέρας δυνατός σήκωσε ψηλά κύματα, που με τη σειρά τους κλυδώνιζαν το σκάφος για δυο ώρες και μετά ησύχασαν τα πάντα.
Ο ουρανός γκρίζος ακόμη, η θάλασσα γαλήνια, αλλά με το χρώμα του ουρανού στα σπλάχνα της, ενώ η ησυχία ήταν μακάβρια. Πλέον το σκάφος χρειαζόταν μηχανή για να κινηθεί. Ανησύχησε. Δεν είχε ξαναδεί τέτοιας μορφής κακοκαιρία. Και τώρα τι;
Και να, ένας ανεμοστρόβιλος, μια δίνη στη θάλασσα, φάνηκαν να έρχονται καταπάνω του. Απ ' το πουθενά. Ήξερε ότι η δίνη του νερού έχει δύναμη ισχυρότερη από αυτή της μηχανής, γι αυτό βιάστηκε να στρίψει το σκάφος, όσο πιο γρήγορα μπορούσε, για να απομακρυνθεί. Προσπάθησε να ενημερώσει ακτοφυλακή και εξέπεμψε SOS, αφού έβλεπε τη δίνη της θάλασσας και τον ανεμοστρόβιλο ενωμένα σε ένα, να τον κυνηγούν. Αυτό δεν ήταν απλά κακό, ήταν επικίνδυνο. Αλλά δεν μπόρεσε να πάει μακριά. Αυτός ο υδάτινος δαίμονας, είχε βάλει στο μάτι το σκάφος που κλυδωνίστηκε και παρασύρθηκε στα σκοτεινά νερά που στριφογύριζαν με ταχύτητα.
Ένα μεγάλο σύννεφο σαν να τον σήκωσε με το πλοίο του ψηλά και μετά καταβυθίστηκε στριφογυρνώντας συνεχώς. Νερά τον σκέπαζαν από παντού, ενώ κοιτούσε έντρομος το υδάτινο τείχος που απλωνόταν γύρω του, χωρίς να τον αγγίζει.
Ήρθε το τέλος σίγουρα... αλλά ω του θαύματος το σκάφος του πετάχτηκε από τη θάλασσα, κλυδωνίστηκε για λίγο και συνέχισε αλώβητο το ταξίδι του. Φοβισμένος ο Γκρέγκορι ευχαριστούσε το Θεό ή την τύχη του που δεν έπαθε το παραμικρό και κουμάνταρε το ιστιοπλοϊκό του κοιτώντας τριγύρω με τρεμάμενα χέρια , ενώ προσπαθούσε να έλθει με τον ασύρματο σε επαφή με την ακτοφυλακή. Τίποτε. Ο ασύρματος δούλευε, αλλά η βελόνα του πηγαινοερχόταν σαν να μην ήξερε πού να σταματήσει.
Και τότε
φάνηκε το Λιτλ μπροστά του.
Ξύλινα πλοιάρια και βάρκες ήταν αραγμένα στο λιμάνι. Τι είναι τούτα; σκέφτηκε Ένα λιμάνι απλοϊκό, προχειροφτιαγμένο, με πέτρες για κυματοθραύστη. Πού ήταν η ομορφιά του Λιτλ;
Έδεσε στο λιμάνι σε θέση κενή που βρήκε και βγήκε στην ξηρά. Προσπάθησε να βρει τον υπεύθυνο Λιμενικό για να ενημερώσει για την άφιξή του, αλλά έμεινε ακίνητος με όσα έβλεπε τριγύρω.
Κοιτούσε σαστισμένος αυτές τις αλλαγές, αλλαγές όχι προς το καλύτερο αλλά προς τα πίσω ολοταχώς. Δεν άφηνε τον εαυτό του να νιώσει φόβο, αλλά όσα έβλεπε ήταν αλλόκοτα και στο αλλόκοτο δεν ήξερε πώς να φερθεί και να νιώσει.
Άνθρωποι με ρούχα άλλης εποχής, μακριά φορέματα οι γυναίκες, με πραμάτεια που είχαν απλώσει στο λιμάνι περιμένοντας αγοραστές. Οι άντρες με βράκες και μαντήλια δεμένα στο κεφάλι, ξυπόλητοι, φορτωμένοι με καφάσια, πηγαινοέρχονταν.
-Συγνώμη, μπορείτε να μου πείτε πού βρίσκομαι; ρώτησε έναν ντόπιο, όσο πιο μαλακά μπορούσε.
Κι αν
ήταν άγριοι; Αν ήταν απολίτιστοι και κινδύνευε;
Μα εκείνος ούτε βλέμμα δεν του έριξε. Τον προσπέρασε, ενώ ένας άλλος που ερχόταν με ταχύτητα, έπεσε επάνω στον σαστισμένο Γκρέγκορι και τον χτύπησε με το τελάρο που βαστούσε.
-Πρόσεχε άνθρωπέ μου, φώναξε ο Γκρέγκορι με μορφασμό πόνου στο πρόσωπο.
Μα ο κύριος κοιτούσε περίεργα γύρω του, με τους άλλους ντόπιους να έχουν δει τη σκηνή και να τον κοιτούν με απορία.
-Καλά με τον αέρα τράκαρες; Σου έπεσε και το εμπόρευμα και έσπασες το τελάρο στο κενό; Τι έχεις πάθει;
-Ανάθεμα, θα ορκιζόμουν ότι χτύπησα σε άνθρωπο επάνω, έλεγε ο παθών!
Θεέ και κύριε σκέφτηκε ο Γκρέγκ. Δεν με βλέπουν, δεν είμαι ορατός σ' αυτούς. Μα πού είμαι; Πού βρίσκομαι;
Βιάστηκε να παραμερίσει, να μείνει στην άκρη έτσι αθέατος και να συμμαζέψει τις σκέψεις του.
Δεν τον έβλεπαν, αλλά μπορούσαν να τον αγγίξουν.
Τι του είχε συμβεί; Πού είχε έλθει;
Μα πώς;
Φασαρία μεγάλη
πίσω του τον έκανε να γυρίσει να κοιτάξει. Ένα μεγάλο ξύλινο ιστιοφόρο ερχόταν να δέσει στην ίδια θέση με το ιστιοπλοϊκό του.
Έτρεχε ο Γκρέγκορι φωνάζοντας εις μάτην. Καλά δεν βλέπανε το ιστιοφόρο του; Θα έπεφτε επάνω του... μα... πρόσεχεεε, φώναζε τρέχοντας.
Η σύγκρουση ήταν αναμενόμενη αφού το πλοίο έπεσε με δύναμη στο σκάφος του. Σε λίγη ώρα τα δυο σκάφη μπάζανε νερά και το δικό του σαν πιο μικρό βυθίστηκε εκεί στο λιμάνι πρώτο. Ούτε αυτό ήταν ορατό στους ντόπιους, ως φαίνεται. Τώρα ξέμεινε εκεί. Πού ήταν αυτό το εκεί; Δεν ήξερε να απαντήσει και δεν ήταν άνθρωπος που μπορούσε να ζει με αναπάντητα ερωτήματα.
Η στενοχώρια του μεγάλη, του παρέλυε τα πόδια, έμεινε διπλωμένος εκεί στην άκρη, να αναθεματίζει το μυαλό του που δεν προνόησε, όταν κατάλαβε ότι δεν είναι ορατός στους ντόπιους, να πάρει το σκάφος του από εκεί. Και τώρα τι θα κάνει;
Μα η φασαρία
στο λιμάνι μεγάλωνε, καθώς προσπαθούσαν να σώσουν τους ανθρώπους του πλοίου. Ενώ όλοι αναρωτιόντουσαν πλέον, τι ήταν αυτό που άνοιξε τρύπα στο ιερό ιστιοφόρο, όπως το ονόμαζαν.
-Γρήγορα, να βοηθήσουμε τον Καρδινάλιο και τους άλλους επισήμους της Εκκλησίας, άκουσε τους ντόπιους να φωνάζουν
Πώς στο καλό θα φύγει; Πού θα πάει; Πώς να πορευτεί;
Ο Γκρέγκ
προχώρησε για να απομακρυνθεί από τον κόσμο προσπαθώντας να μην αγγίξει κανένα.
Είδε μπανάνες σε ένα αφημένο τελάρο και έκοψε μια, έται αφηρημένα, αλλά και για να ηρεμήσει το στομάχι του. Το μόνο που είδαν ήταν μια μπανάνα να αιωρείται και άκουσε τους σαστισμένους ντόπιους να φωνάζουν
-Της μάγισσας κόλπα είναι αυτά, της μάγισσας. Ευτυχώς σώθηκε ο Καρδινάλιος και θα την παλουκώσει και θα την κάψουμε να ησυχάσουμε
Τι στο καλό; σκέφτηκε ο Γκρέγκ. Καίνε ακόμη μάγισσες;
Σε άγριους τόπους ήλθα. Μάλλον με φέρανε σε άγριους τόπους και μακάρι να ήξερα ποιος. Πρώτη φορά χάρηκε που δεν τον έβλεπαν. Ας κρατήσει αυτό, σκεφτόταν, θα είμαι πιο ασφαλής.
Με δειλά βήματα
έφτασε ως την πλατεία του νησιού, που δεν ήταν φυσικά όπως τη θυμόταν. Πλίθινα σπίτια ήταν τριγύρω με αχυρένιες σκεπές, ενώ το Διοικητήριο, όπως έλεγε η πινακίδα, ήταν στη μέση του δρόμου. Ο δρόμος χωμάτινος και άμαξες με ζώα κυκλοφορούσαν τριγύρω.
Τα πόδια του τα έσπρωχνε μια δύναμη προς το διοικητήριο. Δεν ήξερε γιατί πάει εκεί, αλλά μπήκε χωρίς κανείς να τον δει. Τι έψαχνε;
Αποφαισμένος όμως, θα το έφτανε ως το τέλος.
Στο κέντρο της πλατείας είχαν στηθεί ξύλα πολλά, προφανώς για τη φωτιά και μια εξέδρα για την Ιερά Εξέταση σίγουρα, σε απόσταση ασφαλείας.
Προχωρώντας έφτασε στα μέσα δωμάτια του Διοικητηρίου. Άκουσε τους φρουρούς να συζητούν για τη φυλακισμένη και ότι πρέπει να της πάνε φαγητό, το τελευταίο της γεύμα. Πυρσοί αναμμένοι προσπαθούσαν να διώξουν το σκοτάδι, αλλά εκεί μέσα ήταν η κόλαση στη γη!
-Εγώ θα το πάω, είπε ο ένας, που δεν τη φοβάμαι, γιατί δεν πιστεύω ότι είναι μάγισσα.
-Κοίτα μην σ' ακούσουν, γιατί θα βρεθείς στην πυρά κι εσύ, σχολίασε ο συνάδελφός του
Ο Γκρέγκορι πήρε από πίσω τον φύλακα με το φαγητό. Το ένιωθε, ήλθε να δει τη μάγισσα.
Κατέβηκαν στα κάτεργα από απότομες σκάλες, λες και ήταν στο βάθος της γης.
-Έλα, σου έφερα φαγητό. Ήλθε το τέλος του μήνα. Βιάσου γιατί δεν έχεις καιρό, άκουσε τον φρουρό να λέει σε μια γυναίκα απροσδιόριστης ηλικίας από την ταλαιπωρία, τα βασανιστήρια, την έλλειψη ήλιου, τις κακουχίες.
Να η μάγισσα
σκέφτηκε ο Γκρεγκ και πόσο ''χριστιανικά '' της φέρθηκαν!
Όταν έφυγε ο φρουρός, ο Γκρεγκ πλησίασε τα κάγκελα της φυλακής.
- Μακάρι να με έβλεπες, της είπε περισσότερο μονολογώντας.
-Σε βλέπω κύριε. Ποιος είσαι;
Αναθάρρησε...
-Μόνο εσύ με βλέπεις. Άρα εσύ είσαι ο λόγος που έφτασα στο νησί.
-Καλώς όρισες...από τα ρούχα φαίνεται πως δεν είσαι της εποχής μας
-Είσαι μάγισσα όντως; Με λένε Γκρέγκορι Ντιλ
-Ωωωω Ντιλ είναι και το δικό μου επίθετο. Δεν είμαι μάγισσα, απλά μελετώ τα βότανα πολλά χρόνια και βοηθώ ασθενείς. Οι ιεράρχες μας όμως, όταν είδαν ότι ανακούφιζα ασθενείς και από ασθένειες θανατηφόρες, πίστεψαν ότι τα βότανα που τους έδινα ήταν μαντζούνια του διαβόλου.
Ο Γκρέγκορι κούνησε το κεφάλι του!
-Ώστε Ντιλ κι εσύ. Απορημένος τη ρώτησε το μικρό της όνομα
-Μάρτζορι με λένε. Μάρτζορι Ντιλ το πατρικό μου . Του συζύγου μου που εκδιώχθηκε από εδώ μαζί με τον γιο μου, όταν με συνέλαβαν, ήταν ...
-Κόουλ; Την πρόλαβε ο Γκρέγκορι.
-Ναι Κόουλ, πώς το ξέρεις;
-Θεέ μου γι αυτό ήλθα εδώ. Το πορτραίτο σου κοσμεί τον τοίχο του σπιτιού μου με τους προγόνους μου. Είμαστε συγγενείς...
Πρέπει να σε σώσω , να γλιτώσεις!
-Και πού θα πάμε; τον ρώτησε χαμογελώντας. Εσένα μπορεί να μη σε βλέπουν, εμένα όμως με βλέπουν.
-Θα κρυφτείς και θα βρω τρόπο να φύγουμε
-Από πού ήλθες; Τι χρονιά έχετε;
-21ο αιώνα έχουμε και εδώ από όσο κατάλαβα είναι 12ος αιώνας;
-Σωστά τα λες Γι αυτό θα φύγεις και δεν πρέπει να κάνεις κάτι, γιατί θα αλλάξεις το μέλλον
-Τότε γιατί ήλθα; Ποιος με έφερε εδώ;
-Δυνάμεις πάνω από μένα και σένα
-Γιατί όμως;
-Δεν ξέρω, το μόνο που θέλω είναι να πάρεις αυτούς τους παπύρους μη χαθούν. Είναι όλη η δουλειά που έχω κάνει για βότανα και φυτά και συνδυασμό τους, που γίνονται φάρμακα για ασθένειες δύσκολες, θανατηφόρες. Θα τα κάψουν κι αυτά όταν τα βρουν.
Και πρέπει να διαφυλαχθούν. Αυτά πρέπει να σώσεις!
Πήρε στα χέρια του
ένα μεγάλο πάκο παπύρους που είχε κρυμμένους η πρόγονή του στο χώμα του κελιού. Τους ξεφύλλισε. Δεκάδες, εκατοντάδες ίσως φυτά με ζωγραφιές και ονομασίες ήταν το περιεχόμενό τους. Είχε και τα αποτελέσματα των συνδυασμών φυτών, είχε βότανα, είχε παρενέργειες, είχε δόσεις φυτών για φάρμακα... ήταν ένας θησαυρός.
Άνοιξε το αντιανεμικό μπουφάν του, έβαλε μέσα τους παπύρους και το έκλεισε καλά. Σούρωσε με το κορδόνι στη μέση και ήταν ασφαλισμένα τα έγγραφα της Μάρτζορι.
-Τώρα φύγε, δεν θέλω να με δεις να καίγομαι, φύγε και βρες τρόπο να επιστρέψεις στον κόσμο σου. Αρκεί βέβαια να κάνεις καλό με όσα σου έδωσα και θα βρεθεί τρόπος, να το ξέρεις.
Την κοίταξε με θλίψη. Άπλωσε το χέρι του και την άγγιξε. Προσπαθούσε να της δώσει κουράγιο. Πώς είναι να σε παλουκώνουν και να σε καίνε; Η καρδιά του μάτωνε με την αδικία και την κακία των ανθρώπων.
Κι όμως έφυγε με σκυφτό κεφάλι. Ναι, αν την έσωζε ίσως θα άλλαζε το ρου της ιστορίας τους, της οικογενειακής. Και έπρεπε να γυρίσει. Η δουλειά του ήταν να φτιάχνει φάρμακα. Θα δικαίωνε τη πρόγονή του στο έπακρον. Θα βοηθούσε τον κόσμο.
Βγήκε την ώρα
που έρχονταν να την πάρουν. Στο λιμάνι, ξύλα επέπλεαν στη θέση του πλοίου που βυθίστηκε και ο κόσμος ήταν εξαφανισμένος. Θα είχαν πάει στην πλατεία να δουν την πυρά. Έκανε ένα βήμα να γυρίσει πίσω, να χει η δικιά του πρόγονος έναν δικό της κοντά της , αλλά δεν έπρεπε. Με σφιγμένη καρδιά γύρισε τη ματιά του στη θάλασσα.
Τώρα έπρεπε να σκεφθεί πώς θα φύγει...
Ένα ιστιοφόρο μικρό ήταν δεμένο στο λιμάνι . Το έλυσε, το πήρε και άρχισε να απομακρύνεται. Το μόνο που θα έβλεπαν θα ήταν ένα πλοιάριο να ταξιδεύει μόνο του.
Με την αγωνία
στα ύψη, οδηγούσε το σκάφος στα ανοικτά, ενώ κοιτούσε πίσω του μήπως και φανεί κανείς να κυνηγήσει το πλοιάριο.
Ανοίχτηκε στο πέλαγος. Δεν είχε μηχανή να ταξιδέψει και ευχόταν να μη σταματήσει ο αέρας να το κινεί. Τα πανιά ήθελαν αέρα.
Δυο μέρες
μετά, ξανά η δίνη μπροστά του. Ήταν εξαντλημένος, χωρίς νερό και φαγητό, μέσα στην κάψα του ήλιου και το βράδυ να φοβάται να κοιμηθεί. Ξανά λοιπόν η δίνη...Αφέθηκε. Δεν τη φοβήθηκε. Ένα σύννεφο σήκωσε το πλοιάριο ψηλά και μετά καταβυθίστηκε στον υδάτινο κόσμο. Έβλεπε το τείχος του νερού να τον περικλείει. Δεν πνιγόταν, το ένιωθε. Στριφογύριζε για λίγο και μετά πετάχτηκε με το ιστιοφόρο του στην επιφάνεια. Όλα ησύχασαν.
Το Λιμενικό με ελικόπτερα και Ντρόουν, όργωναν τον ουρανό και τη θάλασσα για να τον βρουν.
Τι στο καλό; Βρίσκεται μέσα στο ιστιοπλοϊκό του; Είναι γερό και όλα έγιναν όπως πριν.
Είναι ζωντανός, είναι καλά, αλλά τρομαγμένος και ταλαιπωρημένος. Έβλεπε όνειρο;
Τίποτε δεν συνέβη από όσα έζησε;
Ψαχουλεύτηκε μέσα από το αντιανεμικό μπουφάν του.
Ω, οι πάπυροι είναι εκεί σώοι και γεροί.
Τον είδαν.
Επιτέλους βρίσκεται στον κόσμο του, στην εποχή του. Όλα έγιναν όπως πριν. Εκτός από τα φυτά και τα βότανα της Μάρτζορι, μα αυτό κανείς δεν θα το μάθαινε.
Στους δημοσιογράφους που τον βομβάρδιζαν με ερωτήσεις , αλλά και στους διασώστες και στο Λιμενικό είπε ότι η δίνη τον ξέβρασε. Ως εκεί. Τα υπόλοιπα ήταν της δικής του προσωπικής ιστορίας.
Τα επόμενα χρόνια
θα γράφονταν βιβλία για το θαύμα της επιβίωσής του από τη δίνη του Ειρηνικού. Η φαντασία των συγγραφέων οργίαζε, μα κανενός δεν πλησίασε την αλήθεια.
Η φαρμακοβιομηχανία του έκτοτε, ασχολήθηκε με έρευνες σε φυτά και βότανα για την παραγωγή νέας σειράς φαρμάκων για επικίνδυνες για τη ζωή ασθένειες.
''Ως φαίνεται, η περιπέτεια του κ Ντιλ τον οδήγησε σε νέα μονοπάτια για τη βελτίωση της ζωής των ανθρώπων', εξηγούσαν δημοσιογράφοι και ερευνητές.
Ο Γκρέγκορι τα διάβαζε και χαμογελούσε.
Οι πάπυροι της Μάρτζορι έμειναν προστατευμένοι