Μπλοκοφιλοι μου γεία σας . Εχω 2 χρόνια να γράψω όχι γιατί ξέχασα το αγαπημένο μου μπλογκ αλλά λόγω πολλών υποχρεώσεων .Επιστρέφω με μια αληθινή ιστορία
Παραμύθι αληθινό
5 χρονών παιδάκι , μέσα στην σκανταλιά του πήγαινε μαζί με τον πάππου να πουλήσουν τα κηπευτικά
Τα έκοβαν από τον μπαξέ , τα φόρτωναν στο άλογο ,τα πηγαίναν στις κυράδες , έπαιρναν κάτι λίγα χρήματα
Ανεβαίνανε κατεβαίνανε σε όλες τις γειτονιές , κοντινές και μακρινές
Ο μικρός έκανε χάζι , νόμιζε ότι είναι παιχνίδι
Πήγαινε κοντά με τον παππού περήφανος και έλεγε « κάτι κάνω κι εγω » έτσι έλεγε το μυαλουδάκι του
Όλη μέρα γυρνάγανε και το απόγευμα αργά αφού τελείωναν και άδειαζαν τα κοφίνια γύριζαν στο σπίτι να δώσει ο παππούς τα χρήματα στην κυρά του
Ο μικρός δεν ήθελε να τελειώσει όλο αυτό το ταξίδι . Πήγαινε και έλεγε στον παππού « παππού έλα,, μία βόλτα μόνο» και ο παππούς « το βλέπεις θα πάρεις τα γκέμια αφού βγάλουμε την σελα και θα πας μια βόλτα , μια βόλτα μόνο, πρόσεχε » Και η Μάνα από μέσα από την αυλή φώναζε « πρόσεχε μη χτυπήσεις το άλογο και σε πετάξει κάτω , πρόσεχε μη τσακιστείς , μη πέσεις »
Ο μικρός γεμάτος περηφάνια ανέβαινε στην πλάτη του αλόγου και θαρρούσε πως είναι βασιλιάς που θα κατακτούσε όλο τον κόσμο. Αυτό είχε στο μυαλουδάκι του , να κατακτήσει όοολο τον κόσμο .
Πήγαινε περήφανος ,,προχώραγε περήφανος , έκανε το τετράγωνο που του φαινόταν ο γύρος της γης .Γυρνούσε στο σπίτι και με μισή καρδιά κατέβαινε από το άλογο και πήγαινε στην αυλή που η Μάνα περίμενε στην σκάφη να πλύνει τα πόδια του που είχαν πιάσει …σπανάκι από την βρώμα . Του έδενε και καμιά στον σβέρκο έτσι απαλά « Άντε πάλι χάλια έγινες , δεν προσέχεις καθόλου » « μα κάλε μαμά…» «δεν έχει μα καλέ μαμά , πρόσεχε, αυτό που σου λέω, αύριο δεν έχει βόλτα με το άλογο », ωωω αυτό ήταν , «δεν έχει βόλτα με το άλογο??" Ωωω και τώρα τι θα κάνω ?? πως θα κατακτήσω τον κόσμο?? «σου δίνω τον λόγο μου μαμά , αύριο θα έρθω καθαρός , μη μη μη μου το κάνεις αυτό , θέλω οπωσδήποτε μα οπωσδήποτε να ανέβω στο άλογο μου ...σου δίνω τον λόγο μου » και η Μάνα γελώντας «καλά θα δείξει , θα δείξει . Αν είσαι καλό παιδί θα δούμε » Τον έπλενε του έστρωνε και μια κουρελού μέσα στην αυλή , και τον έβαζε να ξαπλώσει
Ξάπλωνε και έβλεπε τον ουρανό , κοίταγε τα σύννεφα και έλεγε..¨" αυτοί είναι οι στρατιώτες μου μαυτούς θα κατακτήσω τον κόσμο δεν έχει άλλους αυτοί είναι οι δυνατότεροι , κοίτα τους , είναι εκεί επάνω στον ουρανό πολεμάνε για μένα .Κι εγώ αύριο πάλι επάνω στο άλογο μου θα κάνω αυτό που θέλω , θα πάρω το καμτσίκι θα του δώσω μια και θα τρέξουμε , θα τρέξουμε , θα τρέξουμε και θα φτάσουμε στην άκρη της γης…". .Και τον έπαιρνε ο ύπνος .
Όταν ξυπνούσε όλα ήταν αλλιώς .Δεν ήταν έτσι .Έπρεπε να φάει αυτό το λιγοστό φαΐ, αυτό που είχε η οικογένεια , αυτό που του έδινε η Μάνα ,αυτό που έλεγε «καλό είναι» κι ας μην το θελε κι ας μην του άρεσε. Δεν είχε δικαίωμα να πει όχι , γιατί αν έλεγε όχι , αύριο δεν θα ανέβαινε στο άλογο, δεν θα ανέβαινε
Αχ αυτό το άλογο πόσες φορές δεν το ονειρεύτηκε σε όλη του την ζωή .νανεβει σταλογο να φύγει να πάει μακριά πολύ μακριά .Να κάνει αλήθεια το όνειρό του. Προσπάθησε , προσπάθησε όσο μπορούσε .Στις παρέες υπήρχαν κάποιοι που τον αγαπούσαν , κάποιοι που τον ζηλεύανε , κάποιοι που τον κάναν παρέα γιατί ήταν έξυπνος και τους καθοδηγούσε, υπήρχε και κάποια που τον θαύμαζε, τον θαύμαζε γιαύτα που κατάφερνε , γιαύτα που μπορούσε , γιαυτα που κι αν δεν μπορούσε, προσπαθούσε
Και τον κατάκτησε τον κόσμο .
Μπορεί να μην πήγε στην άκρη της γης , έκανε όμως ταξίδια μακρινά, ταξίδια όχι μοναχά αληθινά αλλά ταξίδια της καρδίας που είχαν «ορίζοντα» ταξίδια του μυαλού που ήταν «αλήτες»
Κι έτσι πέρασαν τα χρόνια και έφτασε να «χαζεύει» τα σύννεφα και να λέει «τον κατάκτησα τον κόσμο , μπορεί όχι όπως ήθελα αλλά τοκανα»
Ρηνιώ
η φωτ φίλου με την άδεια του