Category:Greek masculine nouns
Jump to navigation
Jump to search
Newest and oldest pages |
---|
Newest pages ordered by last category link update: |
Oldest pages ordered by last edit: |
Greek nouns of masculine gender, i.e. belonging to a gender category that contains (among other things) male beings.
Jump to: Top – Αα Ββ Γγ Δδ Εε Ζζ Ηη Θθ Ιι Κκ Λλ Μμ Νν Ξξ Οο Ππ Ρρ Σσ Ττ Υυ Φφ Χχ Ψψ Ωω |
Pages in category "Greek masculine nouns"
The following 200 pages are in this category, out of 4,322 total.
(previous page) (next page)Α
- Α' Παγκόσμιος Πόλεμος
- Α.Α.
- Α.Β.Υ.
- Α.Μ.
- Α.Π.Ο.
- Α.Φ.Μ.
- Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
- αα
- Ααρών
- άβακας
- αβανγκαρντισμός
- αβανγκαρντιστής
- αβανταδόρος
- αβγουλάς
- αβδηρίτης
- Αβδηρίτης
- Αβεντισιάν
- Αβετισιάν
- Αβησσυνός
- αβλέμονας
- Αβογκάντρο
- Αβραάμ
- αγαλματοποιός
- Αγαμέμνονας
- άγαμος
- αγάπανθος
- αγαπημένος
- αγαπημός
- αγαπητικός
- αγαπόρνις
- Αγαρηνός
- αγάς
- Αγατζανιάν
- αγγειογράφος
- αγγειολόγος
- αγγειοπλάστης
- αγγειοχειρουργός
- αγγελιαφόρος
- αγγελιοφόρος
- άγγελος
- Άγγελος
- Αγγέλου
- αγγλικανισμός
- αγγλικανός
- αγγλισμός
- Άγγλοι
- Άγγλος
- άγγλος
- Αγγλοσάξονας
- Αγγλοσάξωνας
- αγελαδάρης
- αγελαδοκόμος
- αγελαδοτρόφος
- αγέρας
- Αγησίλαος
- αγιασμός
- αγιατολάχ
- Αγιοβασίλης
- αγιογδύτης
- αγιογράφος
- αγιοπούλι
- αγιορείτης
- άγιος
- άγιος άρτος
- Άγιος Βασίλειος
- Άγιος Βασίλης
- Άγιος Βικέντιος και Γρεναδίνες
- Άγιος Μαρίνος
- Άγιος Νικόλαος
- Άγιος Χριστόφορος και Νέβις
- αγιούπας
- αγκαθότοπος
- Αγκαντζανιάν
- Αγκατζανιάν
- αγκλέορας
- αγκλέουρας
- Αγκολέζος
- αγκώνας
- αγλέουρας
- αγλέωρας
- αγνισμός
- αγνοούμενος
- αγνώμονας
- αγνώμων
- αγνωστικισμός
- αγνωστικιστής
- αγνωστικός
- άγνωστος
- αγορανόμος
- αγοραστής
- αγορητής
- αγούπας
- αγρεργάτης
- αγριάνθρωπος
- αγριεμός
- αγριόγαλλος
- αγριόγαλος
- αγριόγατος
- αγριόκουρκος
- αγριόκυκνος
- αγριότοπος
- αγριόχηνα
- αγριόχοιρος
- Αγρίππας
- αγροίκος
- αγρονόμος
- αγρός
- αγρότης
- αγροτοβιομηχανικός
- αγροτοπατέρας
- αγροφύλακας
- αγυιόπαις
- αγύριστος
- αγύρτης
- αγωγιάτης
- αγωγός
- αγώνας
- αγωνιστής
- αγωνοδίκης
- αγωνοθεσία
- αγωνοθέτης
- Αδάμ
- αδάμαντας
- αδαμαντοπώλης
- αδαμαντουργός
- αδαμαντωρύχος
- αδάμας
- Άδαμος
- αδελφοκτόνος
- αδελφομίκτης
- αδελφοποιτός
- αδελφός
- αδένας
- αδερφοποιτός
- αδερφός
- Άδης
- αδιάφθορος
- αδικαιολόγητα απών
- αδικαιολογήτως απών
- αδικητής
- Αδόλφος
- Αδριανός
- Άδωνης
- αεραγωγός
- αέρας
- αερασκός
- αεριαγωγός
- αεριοστρόβιλος
- αεριοστροβιλωθητήρας
- αερισμός
- αεριστήρας
- αεριτζής
- αεροβάτης
- αεροδιάδρομος
- αεροελεγκτής
- αεροθάλαμος
- αεροκαθαριστήρας
- αεροκινητήρας
- αερόλιθος
- αερολιμένας
- αερολιμήν
- ἀερολιμήν
- αερολόγος
- αερομεταφορέας
- αερομηχανικός
- αερομοντελισμός
- αερομοντελιστής
- αεροναυπηγός
- αεροναύτης
- αεροπειρατής
- αεροπόρος
- αερόσακος
- αεροστρόβιλος
- αεροσυμπιεστής
- αεροσυνοδός
- αεροσωλήνας
- αεροψεκασμός
- αετιδέας
- αετιδεύς
- αετονύχης
- αετός
- Αετός
- Αζέρος
- αζουρίτης
- Άη Βασίλης
- αήρ
- Αθανασάκης
- Αθανασέλης
- Αθανασέλλης
- Αθανάσιος
- αθάνατος
- αθεϊσμός
- αθεϊστής
- αθεΐστρια
- αθέρας
- Αθηναίος
- Αθηνιώτης
- αθήρ
- Αθίγγανος
- αθίγγανος