Jump to content

τεχνητός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek τέχνη (tékhnē, craft, skill, art).

Adjective

[edit]

τεχνητός (technitósm (feminine τεχνητή, neuter τεχνητό)

  1. artificial, synthetic, man-made, false

Declension

[edit]
Declension of τεχνητός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative τεχνητός (technitós) τεχνητή (technití) τεχνητό (technitó) τεχνητοί (technitoí) τεχνητές (technités) τεχνητά (technitá)
genitive τεχνητού (technitoú) τεχνητής (technitís) τεχνητού (technitoú) τεχνητών (technitón) τεχνητών (technitón) τεχνητών (technitón)
accusative τεχνητό (technitó) τεχνητή (technití) τεχνητό (technitó) τεχνητούς (technitoús) τεχνητές (technités) τεχνητά (technitá)
vocative τεχνητέ (technité) τεχνητή (technití) τεχνητό (technitó) τεχνητοί (technitoí) τεχνητές (technités) τεχνητά (technitá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο τεχνητός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο τεχνητός, etc.)

[edit]