Learnedly, from Ancient Greek προσαρμόζω ( prosarmózō ) . For adapt , semantic loan from French adapter . By surface analysis , προσ- ( “ towards ” ) + αρμόζω ( “ fit together, join ” ) .[ 1]
IPA (key ) : /pɾo.saɾˈmo.zo/
Hyphenation: προ‧σαρ‧μό‧ζω
Old Hyphenation: προσ‧αρ‧μό‧ζω
προσαρμόζω • (prosarmózo ) (past προσάρμοσα , passive προσαρμόζομαι )
to fit , adjust
to adapt
προσαρμόζω προσαρμόζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
προσαρμόζω
προσαρμόσω
προσαρμόζομαι
προσαρμοστώ , προσαρμοσθώ
2 sg
προσαρμόζεις
προσαρμόσεις
προσαρμόζεσαι
προσαρμοστείς , προσαρμοσθείς
3 sg
προσαρμόζει
προσαρμόσει
προσαρμόζεται
προσαρμοστεί , προσαρμοσθεί
1 pl
προσαρμόζουμε , [‑ομε ]
προσαρμόσουμε , [‑ομε ]
προσαρμοζόμαστε
προσαρμοστούμε , προσαρμοσθούμε
2 pl
προσαρμόζετε
προσαρμόσετε
προσαρμόζεστε , προσαρμοζόσαστε
προσαρμοστείτε , προσαρμοσθείτε
3 pl
προσαρμόζουν (ε )
προσαρμόσουν (ε )
προσαρμόζονται
προσαρμοστούν (ε ), προσαρμοσθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
προσάρμοζα
προσάρμοσα
προσαρμοζόμουν (α )
προσαρμόστηκα , προσαρμόσθηκα
2 sg
προσάρμοζες
προσάρμοσες
προσαρμοζόσουν (α )
προσαρμόστηκες , προσαρμόσθηκες
3 sg
προσάρμοζε
προσάρμοσε
προσαρμοζόταν (ε )
προσαρμόστηκε , προσαρμόσθηκε
1 pl
προσαρμόζαμε
προσαρμόσαμε
προσαρμοζόμασταν , (‑όμαστε )
προσαρμοστήκαμε , προσαρμοσθήκαμε
2 pl
προσαρμόζατε
προσαρμόσατε
προσαρμοζόσασταν , (‑όσαστε )
προσαρμοστήκατε , προσαρμοσθήκατε
3 pl
προσάρμοζαν , προσαρμόζαν (ε )
προσάρμοσαν , προσαρμόσαν (ε )
προσαρμόζονταν , (προσαρμοζόντουσαν )
προσαρμόστηκαν , προσαρμοστήκαν (ε ), προσαρμόσθηκαν , προσαρμοσθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα προσαρμόζω ➤
θα προσαρμόσω ➤
θα προσαρμόζομαι ➤
θα προσαρμοστώ / προσαρμοσθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα προσαρμόζεις , …
θα προσαρμόσεις , …
θα προσαρμόζεσαι , …
θα προσαρμοστείς / προσαρμοσθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … προσαρμόσει έχω, έχεις, … προσαρμοσμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … προσαρμοστεί / προσαρμοσθεί είμαι , είσαι , … προσαρμοσμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … προσαρμόσει είχα, είχες, … προσαρμοσμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … προσαρμοστεί / προσαρμοσθεί ήμουν , ήσουν , … προσαρμοσμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … προσαρμόσει θα έχω, θα έχεις, … προσαρμοσμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … προσαρμοστεί / προσαρμοσθεί θα είμαι, θα είσαι, … προσαρμοσμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
προσάρμοζε
προσάρμοσε
—
προσαρμόσου
2 pl
προσαρμόζετε
προσαρμόστε
προσαρμόζεστε
προσαρμοστείτε , προσαρμοσθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
προσαρμόζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας προσαρμόσει ➤
προσαρμοσμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
προσαρμόσει
προσαρμοστεί , προσαρμοσθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
αναπροσαρμογή f ( anaprosarmogí , “ readjustment ” ) αναπροσαρμόζω ( anaprosarmózo , “ to readjust ” ) απροσάρμοστος ( aprosármostos , “ unadaptable ” , adjective ) δυσπροσάρμοστος ( dysprosármostos , “ unadaptable ” , adjective ) ευπροσάρμοστος ( efprosármostos , “ adaptable ” , adjective ) προσαρμογέας m ( prosarmogéas , “ adaptor ” ) προσαρμογή f ( prosarmogí , “ adaptation ” ) προσαρμόσιμος ( prosarmósimos , “ adaptable ” ) προσαρμοστικός ( prosarmostikós , “ adapting; adaptable ” ) προσαρμοστικότητα f ( prosarmostikótita , “ adaptability ” )