κέρατο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]κέρατο • (kérato) n
Declension
[edit]Declension of κέρατο
Related terms
[edit]- κερατάκι (keratáki)
- κερατάς (keratás)
- κερατένιος (keraténios)
- κερατιάτικος (keratiátikos)
- κερατιάτικα (keratiátika)
- κερατίνη (keratíni)
- κεράτινος (kerátinos)
- κεράτωμα (kerátoma)
- κερατώνω (keratóno)
- το κέρατό μου (to kérató mou)
- τα κέρατά μου (ta kératá mou, “a lot”)