strike

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
strike strikes

strike (en)

  1. το χτύπημα
  2. η απεργία
    ⮡  We’re on strike.
    Είμαστε σε απεργία.
    ⮡  The strikes suggest discontent among the workers.
    Οι απεργίες υποδηλώνουν δυσαρέσκεια των εργαζομένων.
ενεστώτας strike
γ΄ ενικό ενεστώτα strikes
αόριστος struck
παθητική μετοχή struck, stricken
ενεργητική μετοχή striking
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

strike (en)

  1. (μεταβατικό & αμετάβατο, επίσημο) χτυπάω κάποιον ή κάτι με δύναμη
    ⮡  He was struck by lightning.
    Χτυπήθηκε από κεραυνό.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη hit
  2. (μεταβατικό, επίσημο) χτυπάω κάποιον ή κάτι με το χέρι μου ή με ένα όπλο
    ⮡  He struck his forehead with his hand.
    Χτύπησε το μέτωπό του με το χέρι του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη hit
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) χτυπάω, για μια ασθένεια ή μια καταστροφή που συμβαίνει ξαφνικά και έχει επιβλαβή επίδραση σε κάποιον ή κάτι
    ⮡  He was stricken by paralysis.
    Τον χτύπησε παράλυση.
    ⮡  Disaster struck (him).
    Τον χτύπησε συμφορά.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη hit
  4. απεργώ
  5. (μεταβατικό και αμετάβατο) χτυπάω, για ένα ρολόι που δείχνει την ώρα με ήχο
    ⮡  The clock just struck ten.
    Μόλις χτύπησε δέκα το ρολόι.
     συνώνυμα: chime
  6. (μεταβατικό) χτυπάω, παράγω μια μουσική νότα, ήχο κτλ. με ένα πλήκτρο ή χτυπώντας κάτι
    ⮡  He struck a chord on the piano.
    Χτύπησε μια χορδή στο πιάνο.

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]