Μετάβαση στο περιεχόμενο

stivale

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
stivale < γαλλική estival

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
stivale stivali

stivale (it)