reputation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
reputation | reputations |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]reputation (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η φήμη, η υπόληψη, το καλό ή κακό "όνομα" που έχει κάποιος
- ⮡ He has a reputation of being a generous man./He has a reputation as a generous man.
- Έχει φήμη γενναιόδωρου ανθρώπου.
- ⮡ Tabloids slander the reputations of honest citizens.
- Ο κίτρινος τύπος σπιλώνει υπολήψεις έντιμων πολιτών.
- ⮡ What gained him such a reputation?
- Γιατί έβγαλε τέτοιο όνομα;
- ⮡ He has a reputation of being a generous man./He has a reputation as a generous man.