reach
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
reach | reaches |
reach (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | reach |
γ΄ ενικό ενεστώτα | reaches |
αόριστος | reached |
παθητική μετοχή | reached |
ενεργητική μετοχή | reaching |
reach (en)
- (μεταβατικό) φτάνω στο μέρος που ταξιδεύω
- ⮡ After two hours they reached a river.
- Ύστερα από δυο ώρες έφτασαν σ' ένα ποτάμι.
- ⮡ After two hours they reached a river.
- (μεταβατικό) φτάνω σε, τραβώ την προσοχή κάποιου
- ⮡ Your letter reached me yesterday.
- Το γράμμα σας έφτασε στα χέρια μου χτες.
- ⮡ Your letter reached me yesterday.
- (μεταβατικό) φτάνω σε, ανέρχομαι σε, αυξάνω σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο, ταχύτητα κτλ. σε μια χρονική περίοδο
- ⮡ His income reaches five figures.
- Το εισόδημά του φτάνει σε πενταψήφιο αριθμό.
- ⮡ The people’s indignation at the constant price hikes has reached the breaking point.
- Η αγανάκτηση του κόσμου από τις συνεχείς ανατιμήσεις έχει φτάσει στο απροχώρητο.
- ⮡ The visitors to the fair reached 50,000 in total.
- Οι επισκέπτες της έκθεσης ανήλθαν συνολικά σε 50.000.
- ⮡ His income reaches five figures.
- (μεταβατικό) φτάνω σε ένα συγκεκριμένο σημείο ή στάδιο κάτι μετά από ένα χρονικό διάστημα
- ⮡ We reached page 40.
- Φτάσαμε στη σελίδα 40.
- ⮡ When I reach fifty…
- Όταν φτάσω τα πενήντα…
- ⮡ We reached page 40.
- (μεταβατικό) φτάνω, πετυχαίνω έναν συγκεκριμένο στόχο
- ⮡ He had a very hard time but, in the end, he reached where he wanted.
- Δυσκολεύτηκε πολύ, μα στο τέλος έφτασε εκεί που ήθελε.
- ⮡ We reached a compromise.
- Φτάσαμε σε συμβιβασμό.
- ⮡ This goal is not reached easily.
- Αυτός ο στόχος δε φτάνεται εύκολα.
- ⮡ He had a very hard time but, in the end, he reached where he wanted.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) απλώνω, προτείνω, απλώνω το χέρι μου προς κάτι για να το αγγίξω, να το σηκώσω κτλ.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) φτάνω, πιάνω, μπορώ να απλώσω το χέρι μου αρκετά για να αγγίξω κάτι, να σηκώσω κάτι κτλ.
- ⮡ I can’t reach it, it’s too high.
- Δεν μπορώ να το φτάσω, είναι πολύ ψηλά.
- ⮡ Can you reach the dictionary on the top shelf?
- Μπορείς να πιάσεις το λεξικό στο πάνω ράφι;
- ⮡ I can’t reach it, it’s too high.
- (μεταβατικό) φτάνω, πιάνω, απλώνω το χέρι μου για να πάρω κάτι για κάποιον
- ⮡ Can you reach that book for me?
- Μπορείς να μου φτάσεις αυτό το βιβλίο;
- ⮡ I will reach it for you.
- Θα σου το πιάσω.
- ⮡ Can you reach that book for me?
- (μεταβατικό και αμετάβατο) φτάνω, είναι αρκετά μεγάλο για να φτάσει σε ένα συγκεκριμένο σημείο
- ⮡ The park reaches as far as the river.
- Το πάρκο φτάνει ως το ποτάμι.
- ⮡ His voice didn’t reach the back of the hall.
- Η φωνή του δεν έφτασε στο πίσω μέρος της αίθουσας.
- ⮡ Her hair reached her lower back.
- Τα μαλλιά της έφταναν ως τη μέση της.
- ⮡ The park reaches as far as the river.
- (μεταβατικό) έρχομαι σε επαφή με κάποιον, επικοινωνώ με κάποιον, ειδικά μέσω τηλεφώνου
Παράγωγα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- reach (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- reach (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 96-97, 753. ISBN 9780194325684., λήμμα: απλώνω, προτείνω