monstro
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | monstro | monstroj |
αιτιατική | monstron | monstrojn |
monstro (eo)
- το τέρας
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | monstro | monstroj |
αιτιατική | monstron | monstrojn |
monstro (eo)