fama

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική fama famaj
αιτιατική faman famajn

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fama < fam- + -a

Επίθετο

[επεξεργασία]

fama (eo)

  • διάσημος
    ⮡  li estas fama poeto - είναι διάσημος ποιητής