ducenta
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ducenta | ducentaj |
αιτιατική | ducentan | ducentajn |
ducenta (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ducenta | ducentaj |
αιτιατική | ducentan | ducentajn |
ducenta (eo)