any
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Αντωνυμία
[επεξεργασία]any (en) (αόριστη αντωνυμία)
- κανένας, κάποιος, καθόλου, τίποτα, χρησιμοποιείται σε αρνητικές προτάσεις και σε ερωτήσεις που πρέπει να αναφέρεται σε ένα ποσό ή έναν αριθμό, όσο μεγάλο ή μικρό
- ⮡ Did you find any?
- Βρήκες κανένα;
- ⮡ No, I didn’t see any.
- Όχι, δεν είδα κανένα.
- ⮡ Don’t say anything to any of them.
- Μην πεις τίποτε σε κανέναν τους.
- ⮡ I didn’t share any of his posts.
- Δεν κοινοποίησα καμία από τις αναρτήσεις του.
- ⮡ It’s difficult to relate any of those phenomena with any known causes.
- Είναι δύσκολο να συσχετίσει κανείς αυτά τα φαινόμενα με οποιεσδήποτε γνώστες αιτίες.
- ⮡ Do you have any other?
- Έχεις κάποιο άλλο;
- ⮡ He ate all of the dessert; he didn’t leave any for us.
- Έφαγε όλο το γλυκό· δεν άφησε καθόλου για μας.
- ⮡ I didn’t hear any of what you said.
- Δεν άκουσα τίποτε από όσα είπες.
- ⮡ I don’t want any of them.
- Δε θέλω τίποτα από αυτά.
- → δείτε τις λέξεις anybody, anyone και anything
- ⮡ Did you find any?
- όποιος, ό,τι, ένα ή περισσότερα από έναν αριθμό ατόμων ή πραγμάτων, ειδικά όταν δεν έχει σημασία ποιο
Επίρρημα
[επεξεργασία]any (en) (χωρίς παραθετικά)
- καθόλου, χρησιμοποιείται για να τονίσει ένα επίθετο ή ένα επίρρημα σε αρνητικές προτάσεις ή ερωτήσεις
- ⮡ Is he any better today?
- Είναι καθόλου καλύτερα σήμερα;
- ⮡ She doesn’t live here any longer.
- Δεν μένει πια εδώ.
- ⮡ Is he any better today?
any (en)
- κανένας, καθόλου, άλλος, χρησιμοποιείται με μη μετρήσιμα ή πληθυντικά ουσιαστικά σε αρνητικές προτάσεις και ερωτήσεις για να αναφέρεται σε ένα ποσό ή έναν αριθμό από κάτι, όσο μεγάλο ή μικρό
- ⮡ Do you have any money/friends?
- Έχεις χρήματα/φίλους;
- ⮡ I don’t have any money/friends.
- Δεν έχω χρήματα/φίλους.
- ⮡ Are there any letters for me?
- Υπάρχει κάνα γράμμα για μένα;
- ⮡ Do you want to see any thrillers?
- Θέλεις να δούμε κανένα θρίλερ;
- ⮡ We did it without any difficulty.
- Το κάναμε χωρίς καμία δυσκολία.
- ⮡ I ate a lot of food and now I do not have any appetite for dessert.
- Έφαγα πολύ φαγητό και τώρα δεν έχω καθόλου όρεξη για γλυκό.
- ⮡ I don’t see any sand in your eye.
- Δεν βλέπω καθόλου άμμο στο μάτι σου.
- ⮡ I like oranges; I don’t eat any other fruits.
- Μου αρέσουν τα πορτοκάλια· τα άλλα φρούτα δεν τα τρώω.
- ⮡ I don’t want any more coffee.
- Δεν θέλω άλλο καφέ.
- ⮡ I don’t want any other sweets.
- Δε θέλω άλλο γλυκό.
- ⮡ Do you have any other books?
- Έχετε άλλα βιβλία;
- ⮡ Do you have any money/friends?
- οποιοσδήποτε, οποιαδήποτε, οποιοδήποτε, όποιος, τυχόν, χρησιμοποιείται με μετρήσιμα ουσιαστικά για να αναφέρεται σε ένα από πολλά πράγματα ή άτομα, όταν δεν έχει σημασία ποιο
- ⮡ any time - οποιαδήποτε ώρα
- ⮡ Come any day you like.
- Έλα οποιαδήποτε μέρα θέλεις.
- ⮡ Ask any lawyer.
- Ρώτησε οποιοδήποτε δικηγόρο.
- ⮡ Any student can answer this.
- Οποιοσδήποτε μαθητής μπορεί ν' απαντήσει σ' αυτό.
- ⮡ Any children that have their ID with them should stay in the room.
- Όποια παιδιά έχουν μαζί τους ταυτότητα να μείνουν στην αίθουσα.
- ⮡ Suppose that we have any quadrilateral.
- Έστω ότι έχουμε ένα όποιο τετράπλευρο.
- Οποιονδήποτε κι αν συναντήσεις…
- ⮡ Any new increases will create problems for consumers.
- Τυχόν νέες αυξήσεις θα δημιουργήσουν προβλήματα στους καταναλωτές.
- ⮡ You are responsible for any oversights.
- Είσαι υπεύθυνος για (τις) τυχόν παραλείψεις.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη whatever
- (not just any) δεν είμαι όποιος κι όποιος
- ⮡ Their teacher isn’t just any teacher; he has done important studies.
- Ο δάσκαλός τους δεν είναι όποιος κι όποιος· έχει κάνει σημαντικές σπουδές.
- ⮡ Their teacher isn’t just any teacher; he has done important studies.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- any (pronoun) - Oxford Learner's Dictionaries
- any (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- any (determiner) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 411, 628. ISBN 9780194325684., λήμμα: κανείς, οποιοσδήποτε
Καταλανικά (ca)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]any (ca) αρσενικό