τόπος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τόπος | οι | τόποι |
γενική | του | τόπου | των | τόπων |
αιτιατική | τον | τόπο | τους | τόπους |
κλητική | τόπε | τόποι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τόπος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τόπος
- (όρος μαθηματικών) < σημασιολογικό δάνειο από τη νεολατινική locus[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈto.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τό‐πος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τόπος αρσενικό
- μέρος, χώρος
- (μαθηματικά) σύνολο σημείων του επιπέδου ή του χώρου με μια κοινή ιδιότητα
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- αφήνω στον τόπο: σκοτώνω κάποιον ακαριαία
- δίνω τόπο στην οργή
- έμεινα στον τόπο: πέθανα ακαριαία, → δείτε την έκφραση: τα κακάρωσα
- κοινός τόπος: κάτι που όλοι παραδέχονται ή επαναλαμβάνουν - κοινοτοπία
- κατά τόπους: τοπικά, σε κάποιες περιοχές.
- Άγιοι Τόποι: εκεί όπου γεννήθηκε, έζησε και έδρασε ο Xριστός.
- κρανίου τόπος
- επί τόπου: σε συγκεκριμένο σημείο, με παρουσία συγκεκριμένου ατόμου σε μία ακριβή τοποθεσία.
- από τόπο σε τόπο: από περιοχή σε περιοχή.
- τόπος αναπαύσεως: η μετά θάνατον αιώνια ζωή.
- πιάνω τόπο: (κυριολεκτικά) καταλαμβάνω χώρο, (μεταφορικά) φέρνω θετικό αποτέλεσμα.
- κάνω/δίνω τόπο σε κάποιον: ανοίγω το δρόμο σε κάποιον να περάσει.
- τόπο στα νιάτα! προτροπή στους γεροντότερους να δώσουν ευκαιρίες εξέλιξης στους νέους.
- εκτός τόπου και χρόνου: εκτός πραγματικότητας.
- κουνήσου από τη θέση σου / από τον τόπο σου
- δε(ν) με χωρά(ει) ο τόπος
Παροιμίες
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]παράγωγα και σύνθετα:
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα τοπο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -τοπος στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -τόπι στο Βικιλεξικό
όπως ενδεικτικά:
- αγκαθότοπος
- αγκιναρότοπος
- αγριότοπος
- ακατατόπιστος
- ακροτοπιά
- αμετατόπιστος
- αμμότοπος
- αμπελότοπος
- ανθοτόπι
- ανθότοπος
- αντίτοπος
- ατοπία
- ατοπικός
- άτοπος
- άτοπο
- ατοποθέτητος
- βαλτοτόπι
- βαλτότοπος
- βιότοπος
- βοσκοτόπι
- βοσκότοπος
- βουρκοτόπι
- βουρκότοπος
- βραχοτόπι
- βραχότοπος
- γρασιδότοπος
- δασοτόπι
- δασότοπος
- δεντρότοπος
- εκτοπίζω & συγγενικά
- έκτοπος
- εντοπίζω & συγγενικά
- εντοπιότητα
- επιτόπια
- επιτόπιος
- επιτοπίως
- ερημότοπος
- θαμνότοπος
- ισότοπος
- κακοτοπιά
- κακότοπος
- καπνοτόπι
- καπνότοπος
- κατατόπια (πληθυντικός)
- κατατοπίζω & συγγενικά
- κυνηγοτόπι
- κυνηγότοπος
- λασποτόπι
- λασπότοπος
- λιβαδότοπος
- μετατοπίζω & συγγενικά
- νερότοπος
- νεκρότοπος
- ντόπιος
- ξερότοπος
- ουτοπία & συγγενικά
- παγότοπος
- παιδότοπος
- πατροτοπικός
- πετροτόπι
- πετρότοπος
- πευκότοπος
- πλατανότοπος
- ροδότοπος
- σιταρότοπος
- σκουπιδότοπος
- σταρότοπος
- συντοπίτης
- συντοπίτισσα
- τοπάρχης
- τοπαρχία
- τοπικά
- τοπικός
- τοπικισμός
- τοπικιστής
- τοπικιστικός
- τοπικίστρια
- τοπικώς
- τοπίο & συγγενικά
- τοπογεωγραφία
- τοπογραφία
- τοποθεσία
- τοποθετώ & συγγενικά
- τοπολαλιά
- τοπολογία
- τοπομετρία
- τοποτηρητής
- τοποχρονολογία
- τοπωνυμία
- τοπωνύμιο
- υγροβιότοπος
- υγρότοπος
- υδροβιότοπος
- χερσοτόπι
- χερσότοπος
- χωματότοπος
- ψαροτόπι
- ψαρότοπος
- Όροι με τοπος, Όροι με τοπι, λέξεις με τοπο- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ τόπος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | τόπος | οἱ | τόποι |
γενική | τοῦ | τόπου | τῶν | τόπων |
δοτική | τῷ | τόπῳ | τοῖς | τόποις |
αιτιατική | τὸν | τόπον | τοὺς | τόπους |
κλητική ὦ! | τόπε | τόποι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τόπω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | τόποιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τόπος < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *top- (κείμαι) ή *tekʷ-
Εκφράσεις
[επεξεργασία](Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
[επεξεργασία]- τόπος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τόπος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μαθηματικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)