στάχτη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σταχτή, σταχτί
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στάχτη οι στάχτες
      γενική της στάχτης των σταχτών
    αιτιατική τη στάχτη τις στάχτες
     κλητική στάχτη στάχτες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στάχτη < μεσαιωνική ελληνική στάκτη < ελληνιστική κοινή στακτή (κονία) < αρχαία ελληνική στακτός < στάζω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stag- (στάζω)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈsta.xti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στά‐χτη
στάχτη από καμένα φύλλα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

στάχτη θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) το υπόλειμμα της καύσης ενός υλικού
    ⮡ έπεσε η στάχτη του τσιγάρου στο χαλί
  2. (μεταφορικά) ολοσχερής καταστροφή
    ⮡ τα πάντα έγιναν στάχτη

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]