στάχτη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στάχτη | οι | στάχτες |
γενική | της | στάχτης | των | σταχτών |
αιτιατική | τη | στάχτη | τις | στάχτες |
κλητική | στάχτη | στάχτες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στάχτη < μεσαιωνική ελληνική στάκτη < ελληνιστική κοινή στακτή (κονία) < αρχαία ελληνική στακτός < στάζω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stag- (στάζω)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈsta.xti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στά‐χτη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στάχτη θηλυκό
- (κυριολεκτικά) το υπόλειμμα της καύσης ενός υλικού
- ⮡ έπεσε η στάχτη του τσιγάρου στο χαλί
- (μεταφορικά) ολοσχερής καταστροφή
- ⮡ τα πάντα έγιναν στάχτη
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- αστάχτωτος
- ξεσταχτίζω
- ξεσταχτώνω
- σταχτένιος
- σταχτερός
- σταχτής
- σταχτί
- σταχτιάζω
- στάχτιασμα
- Σταχτοπούτα
- στάχτωμα
- σταχτωμένος
- σταχτώνω
Σύνθετα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- στάχτη στα μάτια: το ξεγέλασμα, η παραπλάνηση
- τόσην ώρα μάς έριχνε στάχτη στα μάτια, για να μην καταλάβουμε τις μαϊμουδιές που έκανε
- στάχτη και μπούρμπερη: μεγάλη και ολοσχερής καταστροφή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)