κύτταρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κύτταρο τα κύτταρα
      γενική του κυττάρου
κύτταρου
των κυττάρων
    αιτιατική το κύτταρο τα κύτταρα
     κλητική κύτταρο κύτταρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κύτταρο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κύτταρον και κύτταρος (κελί κυψέλης) < κύτος και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική cellule[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈci.ta.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κύτ‐τα‐ρο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κύτταρο ουδέτερο

  1. (βιολογία) η δομική και λειτουργική μονάδα των ζώντων οργανισμών (με εξαίρεση τους ιούς)
    ⮡  Το κύτταρο αποτελεί τη θεμελιώδη μονάδα της ζωής.
    ⮡  αρχέγονα κύτταρα, βλαστικά κύτταρα, πλακώδη κύτταρα κ.λπ.
  2. (μεταφορικά) κάθε βασική δομική μονάδα
    ⮡  Η οικογένεια είναι το κύτταρο της κοινωνίας.

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]